συναφορίζω: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συναφορίζω:''' одновременно отграничивать, отмежевывать ([[ἅμα]] τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.). | |elrutext='''συναφορίζω:''' [[одновременно отграничивать]], [[отмежевывать]] ([[ἅμα]] τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
A mark off together, ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plu.2.425b.
German (Pape)
[Seite 1006] mit od. zugleich abgrenzen, unterscheiden, Plut. def. or. 27.
Greek (Liddell-Scott)
συναφορίζω: συναποχωρίζω, ξεχωρίζω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Πλούτ, 2. 425Β.
French (Bailly abrégé)
délimiter ou séparer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀφορίζω.
Greek Monolingual
Α
1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον
3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»].
Russian (Dvoretsky)
συναφορίζω: одновременно отграничивать, отмежевывать (ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.).