ἀκήδεστος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκήδεστος:''' оставленный без погребения, брошенный (sc. [[Τρῶες]] Hom.; [[θανών]] Anth.). | |elrutext='''ἀκήδεστος:''' [[оставленный без погребения]], [[брошенный]] (sc. [[Τρῶες]] Hom.; [[θανών]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κηδέω]]<br />uncared for, [[unburied]], Il.: adv., -τως, without due rites of [[burial]], or (perhaps) without [[care]] for others, [[recklessly]], [[remorselessly]], Il. | |mdlsjtxt=[[κηδέω]]<br />uncared for, [[unburied]], Il.: adv., -τως, without due rites of [[burial]], or (perhaps) without [[care]] for others, [[recklessly]], [[remorselessly]], Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A uncared for, Il.6.60; esp. unburied, AP7.686 (Pall.); unkempt, κάρηνον Nonn.D.10.272. Adv. -τως without care for others, ruthlessly, Il.22.465, 24.417, cf.AP9.375.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήδεστος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς ἐφρόντισεν, ἄταφος, Ἰλ. Ζ. 60: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., -τως, ἄνευ τῶν προσηκουσῶν τελετῶν τῆς ταφῆς ἢ (ἴσως) ἄνευ φροντίδος περὶ ἄλλων, ἀπερισκέπτως, ἀπανθρώπως, Ἰλ. Χ. 465, Ω. 417, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κήδομαι.
English (Autenrieth)
(κηδέω): uncared-for, i. e. of the dead, ‘unburied,’ Il. 6.60; adv. ἀκηδέστως, pitilessly.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. ép. -οιο Nonn.D.10.272]
I 1que no recibe cuidados esp. de un cadáver al que no se le han rendido los honores fúnebres sin duelo, Il.6.60, ἀκήδεστον γαίῃ ἔνι τόνδε λιπόντες A.R.2.151, cf. AP 7.686 (Pall.).
2 descuidado, desaliñado πρόσωπον Nonn.D.42.85, κάρηνον Nonn.D.10.272.
II que no se preocupa, indiferente, triste σιωπή Nonn.D.12.120.
III adv. -ως
1 sin compasión, de forma implacable a un cadáver ἕλκειν Il.22.465, 24.417.
2 sin cuidado, sin comedimiento πῖνεν Q.S.13.6, cf. AP 9.375, οὐ ἀ. Orac.Sib.5.403.
Greek Monolingual
ἀκήδεστος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε
2. άθαφτος
3. επίρρ. ἀκηδέστως
χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < ἀ- + κῆδος
κατά τον Chantraine η λ. ἀκήδεστος < ἀκηδῶ].
Greek Monotonic
ἀκήδεστος: -ον (κηδέω), αφρόντιστος, άταφος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -τως, χωρίς τις οφειλόμενες, δέουσες τελετές της ταφής, ή (πιθ.) χωρίς ενδιαφέρον, μέριμνα, έγνοια για τους άλλους, απερίσκεπτα, αψήφιστα, αλύπητα, άσπλαχνα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκήδεστος: оставленный без погребения, брошенный (sc. Τρῶες Hom.; θανών Anth.).
Middle Liddell
κηδέω
uncared for, unburied, Il.: adv., -τως, without due rites of burial, or (perhaps) without care for others, recklessly, remorselessly, Il.