ἀνετεροίωτος: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνετεροίωτος:''' неизменяющийся, неизменный (ἀ. καὶ [[ἄτρεπτος]] Arst.; ἀπαθὴς καὶ ἀ. Sext.). | |elrutext='''ἀνετεροίωτος:''' [[неизменяющийся]], [[неизменный]] (ἀ. καὶ [[ἄτρεπτος]] Arst.; ἀπαθὴς καὶ ἀ. Sext.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A unchangeable, Arist.Mu.392a32; unaltered, Phld. Po.994.3, S.E.M.8.455; undifferentiated, Dam.Pr.68, Procl.in Prm. p.926S.
German (Pape)
[Seite 226] unverändert, unveränderlich, Arist. mund. 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνετεροίωτος: -ον, ἀναλλοίωτος, ἀμετάβλητος, τὸ γλυκὺ οὐκ ἂν γένοιτο πικρόν, ἀπαθὲς καὶ ἀνετεροίωτον ὑποκείμενον Ἀριστ. π. Κοσμ. 2. 9, Σέξτ. ἐμπ. π. Μ. 8. 455.
Spanish (DGE)
-ον
1 no alterado τὸ γλυκὺ ... ἀπαθὲς καὶ ἀ. S.E.M.8.455, cf. Phld.Po.A.3.7
•indiferenciado οὐσία Dam.Pr.68, τὸ ἕν Procl.in Prm.1190.28.
2 inmutable φύσις Arist.Mu.392a32.
Greek Monolingual
ἀνετεροίωτος, -ον (Α)
αμετάβλητος, αναλλοίωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ετεροιώ «μεταβάλλω»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνετεροίωτος: неизменяющийся, неизменный (ἀ. καὶ ἄτρεπτος Arst.; ἀπαθὴς καὶ ἀ. Sext.).