βιαρκής: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βιαρκής:''' дающий достаточные средства к жизни (λινοστασίη Anth.). | |elrutext='''βιαρκής:''' [[дающий достаточные средства к жизни]] (λινοστασίη Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βίος]], [[ἀρκέω]]<br />supplying the necessaries of [[life]], Anth. | |mdlsjtxt=[[βίος]], [[ἀρκέω]]<br />supplying the necessaries of [[life]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, (A βίος 11, ἀρκέω) supplying the necessaries of life, AP6.179 (Arch.). 2 life-giving, Nonn.D.17.370.
German (Pape)
[Seite 444] ές, hinlänglichen Lebensunterhalt gewährend, λινοστασίη Archi. 8 (VI, 179); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βιαρκής: -ές, (βίος, ἀρκέω) ὁ παρέχων τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου, ἐπαρκῶν εἰς τὰ τοῦ βίου, Ἀνθ. Π. 6. 179.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui suffit aux besoins de la vie.
Étymologie: βίος, ἀρκέω.
Spanish (DGE)
-ές
1 que proporciona suficientes medios de vida λινοστασίη AP 6.179 (Arch.).
2 dador de vida καρπός SEG 38.1797.7 (Egipto II d.C.), γαίη Nonn.D.17.370, ἐφετμαί Nonn.Par.Eu.Io.15.14, cf. 17.8.
Greek Monolingual
βιαρκής (-οῦς), -ές (Α)
1. επαρκής για τις βιοτικές ανάγκες
2. ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + αρκής < άρκος (Ι) < πιθ. αρκώ «επαρκώ, είμαι αρκετός»].
Greek Monotonic
βιαρκής: -ές (βίος, ἀρκέω), αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βιαρκής: дающий достаточные средства к жизни (λινοστασίη Anth.).