δυσέμβατος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσέμβᾰτος:''' неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).
|elrutext='''δυσέμβᾰτος:''' [[неприступный]] (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]έμβᾰτος, ον<br />[[hard]] to [[walk]] on, Thuc.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]έμβᾰτος, ον<br />[[hard]] to [[walk]] on, Thuc.
}}
}}

Revision as of 12:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσέμβᾰτος Medium diacritics: δυσέμβατος Low diacritics: δυσέμβατος Capitals: ΔΥΣΕΜΒΑΤΟΣ
Transliteration A: dysémbatos Transliteration B: dysembatos Transliteration C: dysemvatos Beta Code: duse/mbatos

English (LSJ)

ον, A hard to walk on, rugged, τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10; inaccessible, οἰωνοῖσι D.P.1150.

German (Pape)

[Seite 679] worauf schwer zu fußen ist; schwer zu besteigen; κάρηνα οὔρεος Nonn. D. 11, 216; ὄρος οἰωνοῖσιν D. Per 1150; τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc. 4, 10; bei Plut. Symp. 4, 1, 2 übertr., wo jetzt nach Reiske δυσσύμβατος steht.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέμβατος: -ον, ἐφ’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ βαδίζῃ τις, πετρώδης, τοῦ χωρίου τὸ δ. Θουκ. 4. 10· ἀπρόσιτος, δυσπρόσιτος, οἰωνοῖσι Διον. Π. 1150.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible, impénétrable ; fig. qui s’accorde mal.
Étymologie: δυσ-, ἐμβαίνω.

Spanish (DGE)

(δυσέμβᾰτος) -ον
1 de difícil acceso, inaccesible, inviable τοῦ χωρίου τὸ δ. Th.4.10, τρηχαλέης ... δυσέμβατα νῶτα κολώνης Nonn.D.5.406, cf. 45.229, οὔρεος ἄκρα κάρηνα Nonn.D.11.216, οἶμος Triph.102, τεῖχος Basil.Ep.14.2, c. dat. (αἴη) δ. οἰωνοῖσι D.P.1150, ἡ γὰρ δυσχωρία Πέρσαις ... δ. Lyd.Mag.3.34.
2 fig. difícilmente vadeable, difícil de atravesar βίος en compar. c. un torrente, Epict.Gnom.1
impenetrable de la obra de Nicómaco de Gerasa, Phot.Bibl.145a34.

Greek Monolingual

δυσέμβατος, -ον (AM)
μσν.
μτφ. δυσνόητος
αρχ.
1. δύσβατος
2. δυσπρόσιτος.

Greek Monotonic

δυσέμβᾰτος: -ον, αυτός στον οποίο κάποιος δύσκολα βαδίζει, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσέμβᾰτος: неприступный (τὸ τοῦ χωρίου δυσέμβατον Thuc.).

Middle Liddell

δυσ-έμβᾰτος, ον
hard to walk on, Thuc.