σαγηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "of a" to "of a")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σᾰγηναῖος:''' идущий на изготовление сетей ([[λίνον]] Anth.).
|elrutext='''σᾰγηναῖος:''' [[идущий на изготовление сетей]] ([[λίνον]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σᾰγηναῖος, η, ον [[σαγήνη]]<br />of or for a [[drag]]-net, Anth.
|mdlsjtxt=σᾰγηναῖος, η, ον [[σαγήνη]]<br />of or for a [[drag]]-net, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:42, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηναῖος Medium diacritics: σαγηναῖος Low diacritics: σαγηναίος Capitals: ΣΑΓΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: sagēnaîos Transliteration B: sagēnaios Transliteration C: saginaios Beta Code: saghnai=os

English (LSJ)

α, ον, A of a σαγήνη, AP6.23,192 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 857] zur σαγήνη gehörig; λίνον, Ep. ad. 128; Archi. 10 (VI, 23. 192).

Greek (Liddell-Scott)

σαγηναῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σαγήνην, ἁλιευτικὸς, Ἀνθ. Π. 6, 23 καὶ 192.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne une seine de pêcheur.
Étymologie: σαγήνη.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ο σχετικός με τη σαγήνη, το μεγάλο αλιευτικό δίχτυ, αλιευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

σᾰγηναῖος: -α, -ον (σαγήνη), αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για ψάρεμα με τα δίχτυα, αλιευτικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηναῖος: идущий на изготовление сетей (λίνον Anth.).

Middle Liddell

σᾰγηναῖος, η, ον σαγήνη
of or for a drag-net, Anth.