πισσήρης: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πισσήρης:''' черный как смола ([[κηκίς]] Aesch.). | |elrutext='''πισσήρης:''' [[черный как смола]] ([[κηκίς]] Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ες, = πισσήεις (of pitch, pitchy), κηκίς A. Ch. 268. = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath. 12.524b.
German (Pape)
[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.
Greek (Liddell-Scott)
πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].
Greek Monotonic
πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πισσήρης: черный как смола (κηκίς Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.
Middle Liddell
πισσ-ήρης, ες [*ἄρω] = πισσήεις, Aesch.]