ἐκτράπελος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκτράπελος:''' исполинский Plin. | |elrutext='''ἐκτράπελος:''' [[исполинский]] Plin. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐκτρᾰ́πελος, ον [ἐκτρέπομαι]<br />[[turning]] from the [[common]] [[course]], [[devious]], [[strange]], Theogn. | |mdlsjtxt=ἐκτρᾰ́πελος, ον [ἐκτρέπομαι]<br />[[turning]] from the [[common]] [[course]], [[devious]], [[strange]], Theogn. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 20 August 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A turning from the common course, perverse, strange, νόμοι Thgn.290, cf. Pherecr.145.23, Ael.NA14.9; ζῷα (i. e. Κύκλωπες) Hermog.Id.2.10; monstrous, of huge children, Plin.HN7.76. Adv. -λως, ἔσθων AP11.402 (Luc.). II odious, κέρδεα, ἔπος, prob. in Pi.P.1.92, 4.105.
German (Pape)
[Seite 783] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτράπελος: -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, παράδοξος, ἀσυνήθης, Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.
Étymologie: ἐκτρέπω.
English (Slater)
ἐκτράπελος
1 out of place ἐκτράπελον (e Σ Heyne: ἐντράπελον codd.) (P. 4.105) ]
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1extraño, contrario al buen sentido o al orden natural de las cosas νόμοι Thgn.290, ἄγων ἐκτραπέλους μυρμηκιάς introduciendo extraños trinos (el poeta Timoteo), Pherecr.155.23
•impresionante, fuera de lo normal por su aspecto, de Jasón, Sch.Pi.P.4.156a.
2 desmesurado, monstruoso en su tamaño o apariencia σύνθετά τινα ζῷα ἢ ἐκτράπελα, οἷον Πήγασοι καὶ Γοργόνες Hermog.Id.2.10 (p.392), Ἀλκυονέα τὸν ἐκτράπελον Sch.Pi.I.6.47d
•neutr. subst. δεδιέναι ... τοῦ θαλαττίου (λέοντος) τῆς ὄψεως τὸ ἐ. temer la monstruosa apariencia del león marino Ael.NA 14.9, ἐκτραπέλους graeci uocant eos de niños deformes, Plin.HN 7.76.
II adv. -ως desmesuradamente ἔσθων ἐ. AP 11.402 (Luc.).
Greek Monolingual
ἐκτράπελος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτρέπεται από τον συνηθισμένο δρόμο, ασυνήθιστος, παράδοξος
2. μισητός, απεχθής
3. (για υπερβολικά και πρόωρα ανεπτυγμένα παιδιά) τερατώδης.
Greek Monotonic
ἐκτράπελος: [ᾰ], -ον (ἐκτρέπομαι), αυτός που εκτρέπεται από το συνήθη δρόμο, παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτράπελος: исполинский Plin.
Middle Liddell
ἐκτρᾰ́πελος, ον [ἐκτρέπομαι]
turning from the common course, devious, strange, Theogn.