ῥαιβοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥαιβοσκελής:''' кривоногий ([[πάγουρος]] Anth.). | |elrutext='''ῥαιβοσκελής:''' [[кривоногий]] ([[πάγουρος]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ῥαιβο-σκελής, ές [[σκέλος]]<br />[[crook]]-legged, Anth. | |mdlsjtxt=ῥαιβο-σκελής, ές [[σκέλος]]<br />[[crook]]-legged, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, (σκέλος) A bandy-legged, πάγουρος AP6.196 (Stat. Flacc.).
German (Pape)
[Seite 832] ές, mit einwärts gebogenen Füßen, vom Krebs, Flacc. 4 (VI, 196).
Greek (Liddell-Scott)
ῥαιβοσκελής: -ές, (σκέλος) ὁ ἔχων τὰ σκέλη ῥαιβά, καμπύλα πρὸς τὸ ἔνδον, «στραβοπόδης», πάγουρος Ἀνθολ. Π. 6. 196.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux jambes tortues, cagneux.
Étymologie: ῥαιβός, σκέλος.
Greek Monolingual
-ές / ῥαιβοσκελής, -ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].
Greek Monotonic
ῥαιβοσκελής: -ές (σκέλος), στραβοπόδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ῥαιβοσκελής: кривоногий (πάγουρος Anth.).