Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψευδοκλητεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psevdokliteia
|Transliteration C=psevdokliteia
|Beta Code=yeudoklhtei/a
|Beta Code=yeudoklhtei/a
|Definition=ἡ, (κλητεύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons</b> (κλητήρ) <b class="b3">, γραφὴ ψευδοκλητείας</b> a prosecution [[for such false subscription]], <span class="bibl">D.53.17</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>59.3</span>; βαδίζειν ἐπί τινα τῆς ψευδοκλητείας <span class="bibl">D.53.15</span>; ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν <span class="bibl">And. 1.74</span>.—This is the form found in Arist. [[l.c.]] (Pap.), in the best codd. of D. and in <span class="bibl">Poll.8.40</span>, <span class="bibl">44</span>; ψευδοκλητία is found in codd. of And. and as [[varia lectio|v.l.]] in D.; ψευδοκλησία in Harp. (with vv.ll. <b class="b3">-κλητία, -κληστία, -κλησις</b>), Suid.</span>
|Definition=ἡ, (κλητεύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons]] (κλητήρ) <b class="b3">, γραφὴ ψευδοκλητείας</b> a prosecution [[for such false subscription]], <span class="bibl">D.53.17</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>59.3</span>; βαδίζειν ἐπί τινα τῆς ψευδοκλητείας <span class="bibl">D.53.15</span>; ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν <span class="bibl">And. 1.74</span>.—This is the form found in Arist. [[l.c.]] (Pap.), in the best codd. of D. and in <span class="bibl">Poll.8.40</span>, <span class="bibl">44</span>; ψευδοκλητία is found in codd. of And. and as [[varia lectio|v.l.]] in D.; ψευδοκλησία in Harp. (with vv.ll. <b class="b3">-κλητία, -κληστία, -κλησις</b>), Suid.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:14, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκλητεία Medium diacritics: ψευδοκλητεία Low diacritics: ψευδοκλητεία Capitals: ΨΕΥΔΟΚΛΗΤΕΙΑ
Transliteration A: pseudoklēteía Transliteration B: pseudoklēteia Transliteration C: psevdokliteia Beta Code: yeudoklhtei/a

English (LSJ)

ἡ, (κλητεύω) A the offence of falsely subscribing one's name as witness to a summons (κλητήρ) , γραφὴ ψευδοκλητείας a prosecution for such false subscription, D.53.17, Arist.Ath.59.3; βαδίζειν ἐπί τινα τῆς ψευδοκλητείας D.53.15; ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν And. 1.74.—This is the form found in Arist. l.c. (Pap.), in the best codd. of D. and in Poll.8.40, 44; ψευδοκλητία is found in codd. of And. and as v.l. in D.; ψευδοκλησία in Harp. (with vv.ll. -κλητία, -κληστία, -κλησις), Suid.

German (Pape)

[Seite 1394] ἡ, falsche Vorladung vor Gericht, falsche Unterschrift eines Zeugen bei einer Klage; Andoc. 1, 44; Dem. 53, 15 γραφὴ ψευδοκλητείας, Klage wegen falscher Vorladung.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκλητεία: ἡ, ἀρωγὴ κατά τινος ὅστις ψευδῶς ὑπέγραψε τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ὡς μάρτυρος ἔν τινι κλήσει, γραφὴ ψευδοκλητείας, κατηγορία ἢ ἀγωγὴ κατὰ τοιαύτης ὑπογραφῆς, Δημ. 1252. 6· κλητεύειν τινὰ τῆς ψευδοκλητείας αὐτόθι 1251. 21· ψευδοκλητείας τρὶς ὀφλεῖν Ἀνδοκ. 10. 22. - Ἡ γραφὴ αὕτη ὑπάρχει ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφων τοῦ Δημ. καὶ παρὰ Πολυδ. Η΄, 40, 44· ψευδοκλητία φέρεται παρ’ Ἀνδοκ. καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Δημ., ψευδοκλησία παρὰ Σουΐδ. - Καθ’ Ἁρποκρ.: «ψευδοκλητείας ὄνομα δίκης ἐστίν, ἣν εἰσίασιν οἱ ἐγγεγραμμένοι ὀφείλειν τῷ δημοσίῳ, ἐπειδὰν αἰτιῶνταί τινας ψευδῶς κατεσκευάσθαι κλητῆρας καθ’ ἑαυτῶν πρὸς δίκην ἀφ’ ἧς ὦφλον, ἔστι δὲ παρὰ τε ἄλλοις ῥήτορσι καὶ Ἰσαίῳ ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα περὶ χωρίου». - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τομ. Α΄, σ. 439, 897.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ψευδοκλητείας γραφή ou δίκη, action pour fausse assignation, càd contre celui qui déclare faussement avoir assigné qqn.
Étymologie: ψευδοκλητεύω.

Greek Monolingual

και ψευδοκλητία, ἡ, Α ψευδοκλητεύω
φρ. «ψευδοκλητείας γραφή»
(αττ. δίκ.) αγωγή την οποία είχε δικαίωμα να εγείρει ο εναγόμενος εναντίον του ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών κλητήρων, επειδή δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή του για την ημέρα της δίκης.

Greek Monotonic

ψευδοκλητεία: ή -ία, ἡ (κλητήρ), αγωγή εναντίον κάποιου, ο οποίος ψευδώς υπέγραψε το όνομά του σαν μάρτυρας· γραφὴ ψευδοκλητείας, αγωγή για τέτοιου είδους ψεύτικη υπογραφή, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ψευδοκλητεία: ἡ ложное засвидетельствование судебного иска, письменное лжесвидетельство в пользу истца: γραφὴ ψευδοκλητείας Dem., Arst. привлечение к суду за лжесвидетельство.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδοκλητεία -ας, ἡ [ψευδής, κλητεύω] valse getuigenverklaring.

Middle Liddell

ψευδοκλητεία, ορ -ία, ἡ, κλητήρ
a prosecution against one who has falsely subscribed his name as witness, γραφὴ ψευδοκλητείας a prosecution for such false subscription, Dem.