ἐπαρχία: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eparchia
|Transliteration C=eparchia
|Beta Code=e)parxi/a
|Beta Code=e)parxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the government of an]] [[ἔπαρχος]], or [[the district governed by him]], = Lat. [[provincia]], <span class="bibl">Plb.2.19.2</span>, <span class="title">SIG</span>888.45 (Scaptopara, iii A. D.), <span class="bibl">Str.3.4.20</span>, <span class="bibl">17.3.25</span> (pl.), <span class="bibl">D.S.37.10</span>, <span class="bibl">38.8</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>23.34</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>4</span>; of Carthage, [[empire]], <span class="bibl">Phleg.<span class="title">Mir.</span> 18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> military <b class="b2">'command', force occupying a district</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span> 96.49</span> (pl.).</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[the government of an]] [[ἔπαρχος]], or [[the district governed by him]], = Lat. [[provincia]], <span class="bibl">Plb.2.19.2</span>, <span class="title">SIG</span>888.45 (Scaptopara, iii A. D.), <span class="bibl">Str.3.4.20</span>, <span class="bibl">17.3.25</span> (pl.), <span class="bibl">D.S.37.10</span>, <span class="bibl">38.8</span>, al., <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>23.34</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Caes.</span>4</span>; of Carthage, [[empire]], <span class="bibl">Phleg.<span class="title">Mir.</span> 18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> military [['command']], [[force occupying a district]], <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span> 96.49</span> (pl.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχία Medium diacritics: ἐπαρχία Low diacritics: επαρχία Capitals: ΕΠΑΡΧΙΑ
Transliteration A: eparchía Transliteration B: eparchia Transliteration C: eparchia Beta Code: e)parxi/a

English (LSJ)

ἡ, A the government of an ἔπαρχος, or the district governed by him, = Lat. provincia, Plb.2.19.2, SIG888.45 (Scaptopara, iii A. D.), Str.3.4.20, 17.3.25 (pl.), D.S.37.10, 38.8, al., Act.Ap.23.34, Plu.Caes.4; of Carthage, empire, Phleg.Mir. 18. II military 'command', force occupying a district, Ph.Bel. 96.49 (pl.).

German (Pape)

[Seite 905] ἡ, Amt u. Würde des Eparchos; die Provinz, Plut. Caes. 4 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα, ἡ ἀρχὴ ἐπάρχου, Διοδ. Ἐκλ. 498, 77, Ἐπικτ. Διατρ. 4. 1, 55., 4. 7, 21, Πλούτ., κλ. 2) ἐπὶ τόπου, διαμέρισμα χώρας διοικούμενον ὑπὸ ἐπάρχου ἢ ἐπισκόπου, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Γ΄, 6 ὡς διάφ. γρ.), Πολύβ. 1. 15, 10., 1. 17, 5 κ. ἀλλαχοῦ, Στράβ. 3. 4, 20., 10. 4, 22., 12. 1, 4., 17. 3, 24, κτλ., Πράξ. Ἀπ. κγ΄, 34, κε΄, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 2597· ἐπιβαίνει ἀλλοτρίαις ἐπαρχίαις καὶ χειροτονεῖ ἐπισκόπους Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 19. 16, ἔκδ. Βεκκήρου: - ἐνιαχοῦ δὲν εἶναι φανερὸν ἂν ἀναφέρηται εἰς τὸ διαμέρισμα, ὃ διοικεῖ ὁ ἔπαρχος ἢ εἰς τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
province ou gouvernement, préfecture.
Étymologie: ἔπαρχος.

English (Strong)

from a compound of ἐπί and ἄρχω (meaning a governor of a district, "eparch"); a special region of government, i.e. a Roman præfecture: province.

Greek Monolingual

η (AM ἐπαρχία) έπαρχος
νεοελλ.
1. διοικητική περιφέρεια μικρότερη από τον νομό
2. κάθε περιοχή της χώρας εκτός από την πρωτεύουσα («ήλθε από την επαρχία»)
αρχ.-μσν.
1. η αρχή, το αξίωμα του έπαρχου
2. η διοικητική περιοχή που διοικεί ο έπαρχος («ἐκ μὲν τῆς Ρωμαίων ἐπαρχίας ἀσφαλῶς ἐπανῆλθον», Πολ.)
μσν.
1. εκκλ. περιφέρεια που περιέχει πολλές επισκοπές
2. εξουσία, αξίωμα
αρχ.
1. (για την Καρχηδόνα) κράτος
2. ο στρατός που κατέχει μια επαρχία.
η
1. αρχή, εξουσία («να πάψουν οι δόξες σου κι η επαρχία σου η τόση», Ερωφίλη)
2. αξίωμα («να πάρει στανικό σου την επαρχία σου», Ερωφίλη).

Greek Monotonic

ἐπαρχία: ἡ, το αξίωμα του επάρχου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρχία: ἡ область Diod.; в Риме (лат. provincia) провинция Polyb., Plut., NT.

Middle Liddell

ἐπαρχία, ἡ,
the government of a province, Plut. [from ἔπαρχος