πηλώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />boueux, fangeux.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />boueux, fangeux.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:25, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλώδης Medium diacritics: πηλώδης Low diacritics: πηλώδης Capitals: ΠΗΛΩΔΗΣ
Transliteration A: pēlṓdēs Transliteration B: pēlōdēs Transliteration C: pilodis Beta Code: phlw/dhs

English (LSJ)

ες, clayey, muddy, ἀταρπιτός Parm.20; of places, Th. 6.101, Arist.HA549b15, etc.; of the river Acheron, Pl.Phd. 113b.

German (Pape)

[Seite 610] ες, thon- od. lehmartig, kothig; Thuc. 6, 101; καὶ θολερός, Plat. Phaed. 113 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πηλώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης πηλοῦ, βορβορώδης, λασπώδης, ἐπὶ τόπων, Θουκ. 6. 101, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, κτλ.· ἐπὶ προσώπων, ἀκάθαρτος, «λερός», Πλάτ. Φαίδων 113Β.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
boueux, fangeux.
Étymologie: πηλός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ πηλός
νεοελλ.
όμοιος με πηλό
μσν.-αρχ.
γεμάτος πηλό, γεμάτος λάσπη.

Greek Monotonic

πηλώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πηλό, πηλώδης, λασπωμένος, λέγεται για τόπους, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πηλώδης:
1) глинистый (τὸ ἕλος Thuc.);
2) илистый, грязный (ὕδωρ Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηλώδης -ες [πηλός] modderig.

Middle Liddell

πηλ-ώδης, ες εἶδος
like clay, clayey, muddy, of places, Thuc.; of persons, Plat.

English (Woodhouse)

muddy, turbid

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)