προσόζω: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " ’" to "’") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-όζω, Lac. ποτόδδω, Dor. ποτόσδω ruiken:; ποτόδδει | |elnltext=προσ-όζω, Lac. ποτόδδω, Dor. ποτόσδω ruiken:; ποτόδδει γ’ ἁδύ dat ruikt pas lekker Aristoph. Lys. 206; met gen. ruiken naar:. ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον nog ruikend naar de graveerstift Theocr. Id. 1.28. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:26, 21 August 2022
English (LSJ)
pf. προσόδωδα, intr., A smell of, be redolent of, κακοῦ Ar.Fr. 246; ἡδυσμάτων Philem.41; γλυφάνοιο ποτόσδον (Dor. for προσόζον) Theoc.1.28; in late Prose, ἡμερότητος Lib.Ep.219.3. 2 abs., stink, 3pl. aor. προσώζεσαν LXX Ps.37(38).6.
German (Pape)
[Seite 774] (s. ὄζω), 1) zuriechen, d. i. zum Riechen hinhalten, τινί τι, Sp., s. Smd. – 2) intrans., anriechen, anduften, wonach riechen oder stinken, τινός, κοὐχὶ λοπάδος προσῶζεν οὐδ' ἡδυσμάτων, Philemon bei Ath. IV, 133 a.
Greek (Liddell-Scott)
προσόζω: πρκμ. προσόδωδα, ἀμεταβ., ἀναδίδω ὀσμήν τινος, κακοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 246· ἡδυσμάτων Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 1· γλυφάνοιο ποτόσδον (Δωρ. ἀντὶ προσόζον) Θεόκρ. 1. 28. 2) ἀπολ., ὄζω, βρωμῶ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΖ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
1 communiquer une odeur de, exhaler une odeur de, gén.;
2 abs. sentir mauvais.
Étymologie: πρός, ὄζω.
Greek Monolingual
Α
1. αναδίδω οσμή
2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ)
3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὄζω «βρομάω»].
Greek Monotonic
προσόζω: Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., μυρίζω, βγάζω μυρωδιά, είμαι γεμάτος μυρωδιές, μυρωδάτος, με γεν., σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-όζω, Lac. ποτόδδω, Dor. ποτόσδω ruiken:; ποτόδδει γ’ ἁδύ dat ruikt pas lekker Aristoph. Lys. 206; met gen. ruiken naar:. ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον nog ruikend naar de graveerstift Theocr. Id. 1.28.
Russian (Dvoretsky)
προσόζω: дор. ποτόσδω, лак. ποτόδδω издавать запах (τινός Theocr., Arph.); пахнуть (ἡδύ Arph.).
Middle Liddell
doric ποτι-όσδω
intr. to smell of, be redolent of, c. gen., Theocr.