τυραννοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ тиранноубийца Plut., Luc.
|elrutext='''τῠραννοκτόνος:''' ὁ [[тиранноубийца]] Plut., Luc.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννοκτόνος Medium diacritics: τυραννοκτόνος Low diacritics: τυραννοκτόνος Capitals: ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tyrannoktónos Transliteration B: tyrannoktonos Transliteration C: tyrannoktonos Beta Code: turanno/ktonos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, ἡ, A tyrannicide, slayer of a tyrant, D.S.16.14, Plu.2.256f, Luc. Tyr.1, Lib.Decl.43.32:—as Adj., τυραννοκτόνο πάθος, τιμαὶ τυραννοκτόνοι, of slaying a tyrant, Phalar.Ep.70.1.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ, ὁ φονεύων τύραννον, Λουκ. Τυραννοκτόνος 1, Λιβάν.· - ὡς ἐπίθετ., πάθος, τιμαὶ τ., ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν τυραννοκτόνον, Φαλάρ. Ἐπιστ. 106.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
meurtrier d’un tyran.
Étymologie: τύραννος, κτείνω.

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α.
β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.)
2. φονέας τυράννου
3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι
οι Αθηναίοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, οι οποίοι φόνευσαν τον τύραννο Ίππαρχο και τους οποίους τιμούσαν ως ήρωες στην αρχαία Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

τῠραννοκτόνος: ὁ, ἡ (κτείνω), φονιάς τυράννου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννοκτόνος:тиранноубийца Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυραννοκτόνος -ου, ὁ τύραννος, κτείνω tirannendoder.

Middle Liddell

τῠραννο-κτόνος, ὁ, ἡ, κτείνω
slayer of a tyrant, Luc.