λιτή: Difference between revisions
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i> | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>d'ord. au plur.</i> [[αἱ]] λιταί;<br />prière, supplication : λιτῇσι λίσσεσθαι OD adresser des prières ; λιταῖς εὔχεσθαι ESCHL <i>ou</i> λιτὰς ἐπεύχεσθαι SOPH demander par des prières ; λιτὰς δέχεσθαι SOPH accueillir des prières ; λιταί τινος, prières pour qqn ; [[αἱ]] Λιταί IL les Prières personnifiées comme déesses.<br />'''Étymologie:''' R. Λιτ. prier ; cf. [[λίσσομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 11:52, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (λίτομαι) A prayer, entreaty, mostly in plural, λιτῇσι ἐλλισάμην Od.11.34; καταβαίνειν ἐς λιτάς Hdt.1.116; λιταῖς ἀποτρέπει [αὐτὸν] μὴ πορεύεσθαι ib.105; λιταῖς πεῖσαί τινα Pi.O.2.80, cf. 8.8; μαλθάσσειν κέαρ λιταῖς A.Pr.1008; ηὔχετο λιταῖσι Id.Pers.499; λιτᾶν ἀκούειν Id.Ag.396 (lyr.); λιτὰς κλύειν Id.Th.172 (lyr.), cf. E.Or.1233, etc.; λιταῖς σεβίζειν S.OC1557 (lyr.); ἐπεύχεσθαι λιτάς ib.484; λ. δέχεσθαι Id.Ant. 1019; ἐν λιταῖς στέλλειν with prayers, Id.Ph.60; λιταὶ θεῶν prayers to the gods, E.Supp.262; but λιταὶ ἐμαυτοῦ ξυμμάχων τε prayers for myself, S.OC1309: also c. gen. of that by which one prays, γενείου τοῦδ'… ἐκτεῖναι λιτάς E.Or.290. (Poet., Ion. and late Prose, BGU 74.15 (ii A. D.).) II Λιταί, αἱ, personified, Prayers of sorrow and repentance, Il.9.502 sq., AP11.361 (Autom.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐτή: ἡ, (λίτομαι) προσευχή, παράκλησις, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., λιτῇσι λίσσεσθαι Ὀδ. Λ. 34· ἐς λιτὰς καταβαίνειν Ἡρόδ. 1. 116· λιταῖς ἀποτρέπει [αὐτὸν] μή... πορεύεσθαι αὐτόθι 105· λιταῖς πείθειν τινὰ Πινδ. Ο. 2. 144, πρβλ. 8. 10· μαλθάσσειν κέαρ λιταῖς Αἰσχύλ. Πρ. 1009· λιταῖς εὔχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 499· λιτᾶν ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 396· λιτὰς κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 172, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1233, κτλ· λιταῖς σεβίζειν Σοφ. Ο. Κ. 1558· λιτὰς ἐπεύχεσθαι αὐτόθι 484· λ. δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1019· ἐν λιταῖς στέλλειν, μετὰ προσευχῶν, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 60· λιταὶ ἐμαυτοῦ ξυμμάχων τε, δεήσεις ὑπὲρ ἐμαυτοῦ καὶ τῶν συμμ., Σοφ. Ο. Κ. 1309· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος ἐν ὀνόματι τοῦ ὁποίου δέεταί τις, γενείου τοῦδ’... ἐκτεῖναι λιτὰς Εὐρ. Ὀρ. 290· ἴδε ἐν λέξ. λιτανός. ΙΙ. Λιταί, προσευχαὶ θλίψεως καὶ μετανοίας εὐστόχως προσωποποιούμεναι ὡς θεαὶ ἐν Ἰλ. Ι. 502 κἑξ.· πρβλ. Ἀνθ. Π. 11. 351. 2) Ἐκκλ. = λιτανεία, Ἰωάνν. Μόσχ. 3101Β, Χρον. Πασχ. 702, 9, κλ. β) ἐν τῇ ἱεροτελεστία, λιτανεία ἐκ τοῦ τοῦ ναοῦ εἰς τὸν νάρθηκα μικρὸν μετὰ τὴν κεφαλοκλισίαν.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
d'ord. au plur. αἱ λιταί;
prière, supplication : λιτῇσι λίσσεσθαι OD adresser des prières ; λιταῖς εὔχεσθαι ESCHL ou λιτὰς ἐπεύχεσθαι SOPH demander par des prières ; λιτὰς δέχεσθαι SOPH accueillir des prières ; λιταί τινος, prières pour qqn ; αἱ Λιταί IL les Prières personnifiées comme déesses.
Étymologie: R. Λιτ. prier ; cf. λίσσομαι.
Spanish
Greek Monolingual
η (AM λιτή)
νεοελλ.-μσν.
1. μικρή εκκλησιαστική δέηση που τελείται κατά τις ολονυκτίες
2. θρησκευτική πομπή, λιτανεία
3. ο εσωτερικός νάρθηκας ή εσωνάρθηκας τών μονών
αρχ.
1. ικεσία, παράκληση, δέηση («ὡς οὐδέν ἡμῖν ἤρκεσαν λιταὶ θεῶν», Ευρ.)
2. (ο πληθ. ως ουσ. ή κύριο όν.) αἱ Λιταί
προσευχές θλίψης και μετάνοιας, οι οποίες προσωποποιήθηκαν ως θεές («καὶ γάρ τε Λιταί εἰσι, Διὸς κοῦραι μεγάλοιο, χωλαί τε ῥυσαί τε παραβλῶπές τ' ὀφθαλμώ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιτ- του λίσσομαι].
Greek Monotonic
λῐτή: ἡ (λίτομαι)·
I. προσευχή, παράκληση, κυρίως, στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.
II. Λιταί, προσευχές θλίψης και μετανοίας, προσωποποιημένες σαν θεές στην Ομήρ. Ιλ.
I. 502 κ.εξ.
Russian (Dvoretsky)
λῐτή: ἡ (преимущ. pl.)
1) просьба, мольба (λιτῇσι λίσσεσθαι Hom.): λιταί τινος Soph. просьбы за кого-л.; λ. γενείου Eur. просьба с прикосновением к подбородку (того, к кому обращаются: символ слезной мольбы);
2) молитва, моление (λιταῖς εὔχεσθαι Aesch. и λιτὰς ἐπεύχεσθαι Soph.): λιταὶ θεῶν Eur. молитвы к богам; λιτὰς δέχεσθαι Soph. внять молитвам.
Middle Liddell
λῐτή, ἡ, λίτομαι
I. a prayer, entreaty, mostly in plural, Od., Hdt., Trag.
II. Λιταί, Prayers of sorrow and repentance, personified in Il. 9. 502 sq.