προκόλπιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie de vêtement qui couvre le sein;<br /><b>2</b> partie antérieure <i>ou</i> entrée d’un golfe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόλπος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie de vêtement qui couvre le sein;<br /><b>2</b> partie antérieure <i>ou</i> entrée d'un golfe.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόλπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:10, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκόλπιον Medium diacritics: προκόλπιον Low diacritics: προκόλπιον Capitals: ΠΡΟΚΟΛΠΙΟΝ
Transliteration A: prokólpion Transliteration B: prokolpion Transliteration C: prokolpion Beta Code: proko/lpion

English (LSJ)

τό, (κόλπος) A part of a robe which falls over the breast, Thphr.Char.6.8,22.7, Luc.Pisc.7, etc.; θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ π. φέρει ἀργύριον Men.201, cf. Epit.165. II entrance into a gulf, Ach. Tat.1.1: dub. sens. in Sammelb.676.6 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 731] τό, das sich vor der Brust faltende Kleid od. Gewand, der Busen; Theophr. char. 6, 4. 22, 2, Luc. Pisc. 7 u. öfter. – Auch der vordere Theil eines Meerbusens, Hafens, Ach. Tat. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προκόλπιον: τό, (κόλπος) τὸ πρὸ τοῦ κόλπου διπλούμενον μέρος τοῦ ἱματίου, Θεοφρ. Χαρ. 6 καὶ 22, Λουκ. κλπ.· θεὸς οὐδεὶς εἰς τὸ πρ. φέρει ἀργύριον Μένανδρ. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1. ΙΙ. μικρὸς κόλπος πρὸ λιμένος ἢ κόλπου, τοῦ λιμένος εἰς τὸ προκόλπιον Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1, ἴδε Ἰακώψ. ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 partie de vêtement qui couvre le sein;
2 partie antérieure ou entrée d'un golfe.
Étymologie: πρό, κόλπος.

Greek Monolingual

το, Α
1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος
2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγ-κόλπιον].

Greek Monotonic

προκόλπιον: τό, ύφασμα που πέφτει γύρω από το στήθος, σε Θεόφρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκόλπιον -ου, τό [πρό, κόλπος] kledingplooi op borsthoogte borstzak.

Russian (Dvoretsky)

προκόλπιον: τό пазуха Luc.

Middle Liddell

προ-κόλπιον, ου, τό,
a robe falling over the breast, Theophr.