ποώδης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />d’un vert de gazon.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />d'un vert de gazon.<br />'''Étymologie:''' [[πόα]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποώδης Medium diacritics: ποώδης Low diacritics: ποώδης Capitals: ΠΟΩΔΗΣ
Transliteration A: poṓdēs Transliteration B: poōdēs Transliteration C: poodis Beta Code: pow/dhs

English (LSJ)

and ποιώδης, ες, A herbaceous, Thphr.HP1.1.10, Gal.6.644; grassy, Hdt.4.47, Arr.Ind.32.4; ὄζειν ποωδέστερον Arist.Pr.906b36. II grass-green, Id.Col.794b20; φύλλα, καυλός, Thphr.HP4.10.3,6.6.9; χρῶμα ib.4.6.2, al.: Comp. ποιωδέστερος ib.1.10.2, Aret. SD2.13.

German (Pape)

[Seite 692] ες, dem Grase ähnlich, Arist. col. 5, 2, Theophr. u. Sp.; auch grasig, kräuterreich.

Greek (Liddell-Scott)

ποώδης: -ες, (πόα, εἶδος) ὅμοιος πρὸς πόαν, ἐκ τοῦ εἴδους τῆς πόας, Θεόφρ. κλπ.· ποιώδης παρ’ Ἡροδ. 4. 47, Ἀρρ. Ἰνδ. 32. 4· ὄζειν ποωδέστερον Ἀριστ. Προβλ. 13. 4· ― τὰ ποώδη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 10, κτλ. ΙΙ. χλοερός, ἔχων τὸ πράσινον χρῶμα τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5. 2, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
d'un vert de gazon.
Étymologie: πόα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ, και ποιώδης, Α [[πόα / ποία]]
1. αυτός που ανήκει στο είδος της πόας
2. αυτός που μοιάζει με πόα
νεοελλ.
φρ. α) «ποώδη φυτά» ή, απλώς, «τα ποώδη» — τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια αγρωστώδη
β) «ποώδεις διαπλάσεις»
βιολ. εκτάσεις οι οποίες καλύπτονται από βλάστηση η οποία αποτελείται κυρίως από ποώδη είδη, με διάσπαρτα, συχνά, δέντρα ή θάμνους
αρχ.
αυτός που έχει το πράσινο χρώμα της χλόης, χλοερός.

Greek Monotonic

ποώδης: Ιων. ποι-ώδης, -ες (πόα, εἶδος), όμοιος με πρασινάδα, γρασίδι, πρασινωπός, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ποώδης: Arst. = ποιώδης.

Middle Liddell

πο-ώδης, ιονιξ ποι-ώδης, ες [πόα, εἶδος
like grass, grassy, Hdt., etc.