παρεκπροφεύγω: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parekprofeygo | |Transliteration C=parekprofeygo | ||
|Beta Code=parekprofeu/gw | |Beta Code=parekprofeu/gw | ||
|Definition= | |Definition=[[flee forth from]], [[elude one's grasp]], ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα <span class="bibl">Il.23.314</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:00, 23 August 2022
English (LSJ)
flee forth from, elude one's grasp, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Il.23.314.
German (Pape)
[Seite 513] (s. φεύγω), entfliehen, entgehen, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα, Il. 23, 314, von Kampfpreisen, die dem, der überwunden wird, entgehen.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκπροφεύγω: ἐκφεύγω τινά, ἐκφεύγω τῶν χειρῶν τινος, ἵνα μή σε παρεκπροφύγησιν ἄεθλα Ἰλ. Ψ. 314.
French (Bailly abrégé)
ao.2 sbj. 3ᵉ sg. épq. παρεκπροφύγῃσιν;
fuir en passant à côté ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἐκπροφεύγω.
English (Autenrieth)
aor. subj. -φύγῃσιν: fig., elude the grasp, Il. 23.314†.
Greek Monolingual
Α
ξεφεύγω από κάποιον, από τα χέρια κάποιου, διαφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκπροφεύγω «φεύγω μακριά από κάποιον, ξεφεύγω»].
Greek Monotonic
παρεκπροφεύγω: φεύγω μπροστά από, ξεφεύγω, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (γʹ ενικ. υποτ. Επικ. αόρ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παρεκπροφεύγω: убегать, ускользать (ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εκπροφεύγω ontgaan: met acc.: ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα opdat de prijzen je niet door de vingers glippen Il. 23.314.
Middle Liddell
to flee forth from, elude, ἵνα μή σε παρεκπροφύγῃσιν ἄεθλα (epic 3rd sg. aor2 subj.), Il.