πλεθριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plethriaios
|Transliteration C=plethriaios
|Beta Code=pleqriai=os
|Beta Code=pleqriai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of the size of a [[πλέθρον]], φοίνικες <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.11</span>; ποταμὸς τὸ εὖρος π. <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>1.5.4</span>; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span> 116a</span>; δράκων μῆκος π. <span class="bibl">Str.16.2.17</span>.</span>
|Definition=α, ον, of the size of a [[πλέθρον]], φοίνικες <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.11</span>; ποταμὸς τὸ εὖρος π. <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>1.5.4</span>; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Criti.</span> 116a</span>; δράκων μῆκος π. <span class="bibl">Str.16.2.17</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:20, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεθριαῖος Medium diacritics: πλεθριαῖος Low diacritics: πλεθριαίος Capitals: ΠΛΕΘΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: plethriaîos Transliteration B: plethriaios Transliteration C: plethriaios Beta Code: pleqriai=os

English (LSJ)

α, ον, of the size of a πλέθρον, φοίνικες X.Cyr.7.5.11; ποταμὸς τὸ εὖρος π. Id.An.1.5.4; γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα Pl.Criti. 116a; δράκων μῆκος π. Str.16.2.17.

German (Pape)

[Seite 628] von der Größe des πλέθρον; Plat. τὴν γέφυραν πλεθριαίαν τὸ πλάτος οὖσαν, Critia. 116 a; Xen. Cyr. 7, 5, 11 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πλεθριαῖος: -α, -ον, ἑνὸς πλέθρου, ἰσόμετρος πλέθρῳ, φοίνικες Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11· ποταμὸς τὸ εὖρος πλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 5. 4. γέφυρα πλ. τὸ πλάτος οὖσα Πλάτ. Κριτί. 116Α· δράκων μῆκος πλ. Στράβ. 755.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de la longueur ou de l’étendue d'un arpent.
Étymologie: πλέθρον.

Greek Monolingual

-α, -ο / πλεθριαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μεδιμν-ιαίος)].

Greek Monotonic

πλεθριαῖος: -α, -ον (πλέθρον), πλατύς ή φαρδύς ίσα με ένα πλέθρο, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεθριαῖος -α -ον [πλέθρον] een plethron groot.

Russian (Dvoretsky)

πλεθριαῖος: величиной в (один) плетр (φοίνικες Xen.): τὸ εὖρος π. Xen. и π. τὸ πλάτος Plat. шириною в плетр.

Middle Liddell

πλεθριαῖος, η, ον πλέθρον
broad or long, Xen.