πολύγναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polygnamptos
|Transliteration C=polygnamptos
|Beta Code=polu/gnamptos
|Beta Code=polu/gnamptos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-bent]], [[much-twisting]], μυχοί <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.27</span>; λαβύρινθοι <span class="title">AP</span>9.191; προχοαί <span class="bibl">Q.S.1.286</span>; [[curly]], σέλινον <span class="bibl">Theoc. 7.68</span>.</span>
|Definition=ον, [[much-bent]], [[much-twisting]], μυχοί <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>3.27</span>; λαβύρινθοι <span class="title">AP</span>9.191; προχοαί <span class="bibl">Q.S.1.286</span>; [[curly]], σέλινον <span class="bibl">Theoc. 7.68</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:35, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγναμπτος Medium diacritics: πολύγναμπτος Low diacritics: πολύγναμπτος Capitals: ΠΟΛΥΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: polýgnamptos Transliteration B: polygnamptos Transliteration C: polygnamptos Beta Code: polu/gnamptos

English (LSJ)

ον, much-bent, much-twisting, μυχοί Pi.O.3.27; λαβύρινθοι AP9.191; προχοαί Q.S.1.286; curly, σέλινον Theoc. 7.68.

German (Pape)

[Seite 661] viel, sehr od. auf vielerlei Art gekrümmt; μυχοί, Pind. Ol. 3, 27, von Gebirgsgegenden; λαβύρινθος, mit vielen Windungen, Ep. ad. 564 (IX, 191); πορεία, Nonn. D. 14, 373; σέλινον, kraus, Theocr. 7, 68.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγναμπτος: -ον, ποικιλόκαμπτος, πολυγνάμπτων μυχῶν, κατὰ πολλοὺς τρόπους καμπτομένων κοιλωμάτων, φαράγγων, Πινδ. Ο. 3. 49· λαβύρινθος Ἀνθ. Π. 9. 191· συνεστραμμένος, σγουρός, σέλινον Θεόκρ. 7. 68.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sinuosités, aux détours abondants;
2 recourbé, frisé en parl. de certains feuillages.
Étymologie: πολύς, γνάμπτω.

English (Slater)

πολύγναμπτος
   1 meandering Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν (O. 3.27)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές
2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)
3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. ά-γναμπτος, εύ-γναμπτος].

Greek Monotonic

πολύγναμπτος: -ον, αυτός που λυγίζει πολύ, αυτός που στρίβει, κάμπτεται πολλές φορές, σε Πίνδ.· σγουρός, κατσαρός, σέλινον, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύγναμπτος:
1) весьма извилистый (μυχοί Pind.; λαβύρινθος Anth.);
2) вьющийся, кудрявый (σέλινον Theocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύγναμπτος -ον [πολύς, γνάμπτω] met veel bochten; gekruld:. σέλινον selderij Theocr. Id. 7.68.

Middle Liddell

πολύ-γναμπτος, ον,
much-bent, much-twisting, Pind.: curling, frizzled, σέλινον Theocr.