στέργημα: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stergima | |Transliteration C=stergima | ||
|Beta Code=ste/rghma | |Beta Code=ste/rghma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[love-charm]], τινος to influence him, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1138</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:10, 23 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.
German (Pape)
[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.
Greek (Liddell-Scott)
στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.
Greek Monotonic
στέργημα: -ατος, τό, φίλτρο έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, τινος, για να ασκήσουν επίδραση πάνω του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
στέργημα: ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.
Middle Liddell
στέργημα, ατος, τό,
a love-charm, τινος to influence him, Soph. [from στέργω