στραγγαλισμός: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=straggalismos
|Transliteration C=straggalismos
|Beta Code=straggalismo/s
|Beta Code=straggalismo/s
|Definition=ὁ,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[strangulatus]], Gloss.</span>
|Definition=ὁ,= [[strangulatus]], Gloss.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:29, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλισμός Medium diacritics: στραγγαλισμός Low diacritics: στραγγαλισμός Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: strangalismós Transliteration B: strangalismos Transliteration C: straggalismos Beta Code: straggalismo/s

English (LSJ)

ὁ,= strangulatus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στραγγαλίζω
η θανάτωση με περίσφιγξη του λαιμού του θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο
νεοελλ.
1. ιατρ. περίσφιγξη του περιεχομένου ανατομικού πόρου
2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη
3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα
4. διαστρέβλωση, παραποίησηστραγγαλισμός της αλήθειας»)
5. καταπάτηση, παραβίασηστραγγαλισμός τών δικαιωμάτων»)
6. φρ. «εμβέλεια στραγγαλισμού»
φυσ. η ελαφρά διακύμανση που παρατηρείται συχνά στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων της ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο μέσον.