φιλίτιον: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filition | |Transliteration C=filition | ||
|Beta Code=fili/tion | |Beta Code=fili/tion | ||
|Definition= | |Definition=v. [[φιδίτιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 19:35, 23 August 2022
English (LSJ)
v. φιδίτιον.
German (Pape)
[Seite 1278] τό, v.l. für φιδίτιον, s. φειδίτιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (στη Σπάρτη) η αίθουσα τών κοινών συσσιτίων, φιδίτιον
2. (μόνον στον πληθ.) τὰ φιλίτια
τα φιδίτια, κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συχνά ως δ. γρφ. του φιδίτιον και έχει σχηματιστεί < φιλία + φιδίτιον με συμφυρμό].
Russian (Dvoretsky)
φῐλίτιον: τό Xen., Plut. = φιδίτιον.
Middle Liddell
φιλίτιον, ου, τό,
the common hall in which the public table was kept, Xen., Plut.:—others read φιδίτιον or φειδίτιον -ια, (as if from φείδομαἰ a frugal table, cheap dinner.