ψευδαπόστολος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psevdapostolos
|Transliteration C=psevdapostolos
|Beta Code=yeudapo/stolos
|Beta Code=yeudapo/stolos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[false ambassador]] or [[apostle]], <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Cor.</span>11.13</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[false ambassador]] or [[apostle]], <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Cor.</span>11.13</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:25, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδαπόστολος Medium diacritics: ψευδαπόστολος Low diacritics: ψευδαπόστολος Capitals: ΨΕΥΔΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: pseudapóstolos Transliteration B: pseudapostolos Transliteration C: psevdapostolos Beta Code: yeudapo/stolos

English (LSJ)

ὁ, false ambassador or apostle, 2 Ep.Cor.11.13.

German (Pape)

[Seite 1393] ὁ, falscher Gesandter, Apostel, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψευδὴς ἀπόστολος ἢ πρεσβευτὴς, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 13, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
faux apôtre.
Étymologie: ψευδής, ἀπόστολος.

English (Strong)

from ψευδής and ἀπόστολος; a spurious apostle, i.e. pretended pracher: false teacher.

English (Thayer)

ψευδαποστολου, ὁ (ψευδής and ἀπόστολος), a false apostle, one who falsely claims to be an ambassador of Christ: 2 Corinthians 11:13.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(κυρίως εκκλ.) άτομο που παρουσιάζεται ως απόστολος χωρίς να είναι
νεοελλ.
απόστολος του ψεύδους, άτομο που διαδίδει ή διδάσκει ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἀπόστολος.

Greek Monotonic

ψευδᾰπόστολος: ὁ, ψεύτικος απόστολος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψευδαπόστολος:лжеапостол NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδαπόστολος -ου, ὁ [ψευδής, ἀπόστολος] valse apostel. NT.

Middle Liddell

ψευδ-ᾰπόστολος, ὁ,
a false apostle, NTest.

Chinese

原文音譯:yeudapÒstoloj 普修得-阿坡-士拖羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:假-從-安放
字義溯源:假使徒;由(ψευδής)=假的)與(ἀπόστολος)=使徒,使者)組成,其中 (ψευδής)出自(ψεύδομαι)=撒謊),而 (ἀπόστολος)出自(ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)=打發), (ἀποστέλλω / ἐμπέμπω)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στέλλω)*=阻止,指使)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 假使徒(1) 林後11:13