κατάκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakoitos
|Transliteration C=katakoitos
|Beta Code=kata/koitos
|Beta Code=kata/koitos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in bed]]: [[at rest]], [[quiet]], Ibyc.1.7.</span>
|Definition=ον, [[in bed]]: [[at rest]], [[quiet]], Ibyc.1.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), [[πρβλ]]. <i>από</i>-<i>κοιτος</i>, <i>πρό</i>-<i>κοιτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), [[πρβλ]]. [[απόκοιτος]], [[πρόκοιτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 00:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοιτος Medium diacritics: κατάκοιτος Low diacritics: κατάκοιτος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: katákoitos Transliteration B: katakoitos Transliteration C: katakoitos Beta Code: kata/koitos

English (LSJ)

ον, in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.

German (Pape)

[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. απόκοιτος, πρόκοιτος].