κατορθωτικός: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katorthotikos | |Transliteration C=katorthotikos | ||
|Beta Code=katorqwtiko/s | |Beta Code=katorqwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, | |Definition=ή, όν, [[likely]] or [[able to succeed]], opp. [[ἁμαρτητικός]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1104b33</span>; [[successful]], ἐν ταῖς μάχαις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span>8</span>; <b class="b3">μεγάλων [πραγμάτων</b>] Vett. Val.<span class="bibl">15.10</span>; [[virtuous]], ἔρως <span class="bibl">Herm.<span class="title">in Phdr.</span>p.170</span> A. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:30, 24 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, likely or able to succeed, opp. ἁμαρτητικός, Arist.EN1104b33; successful, ἐν ταῖς μάχαις Plu.Phil.8; μεγάλων [πραγμάτων] Vett. Val.15.10; virtuous, ἔρως Herm.in Phdr.p.170 A.
German (Pape)
[Seite 1405] ή, όν, recht machend, gut, glücklich ausführend, περί τι, Ggstz ἁμαρτητικός, Arist. Eth. 2, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
κατορθωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ κατορθοῦν, ἐπιτυγχάνειν, ἀντίθετον τῷ ἁμαρτητικὸς ἢ ἀποτευκτικὸς (πρβλ. κατορθοῦν, ἀντίθετ. ἁμαρτάνειν), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
apte à bien diriger ; qui a du bonheur, du succès.
Étymologie: κατορθόω.
Greek Monolingual
κατορθωτικός, -ή, -όν (ΑΜ) κατορθωτής
ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῦτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόν
η ιδιότητα αυτού που επιτυγχάνει («καὶ τὸ σὸν ἐν μάχαις γενναῖον καὶ ἀεὶ κατορθωτικόν», Νικ.Χων.)
αρχ.
1. ο κατορθωτής («εὐτυχὴς καὶ κατορθωτικὸς εὐθὺς ἐν ταῖς πρώταις γενόμενος μάχαις», Πλούτ.)
2. ενάρετος, αγαθός, αγνός.
Greek Monotonic
κατορθωτικός: -ή, -όν, πιθανός ή ικανός να πετύχει, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
κατορθωτικός: добродетельный, праведный, честный (sc. ἀνήρ Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατορθωτικός -ή -όν [κατορθόω] tot het juiste geneigd:. περὶ πάντα μὲν ταῦτα ὁ ἀγαθὸς κατορθωτικός ἐστι in al deze zaken is een goed mens geneigd de juiste weg te volgen Aristot. EN 1104b33. succesvol:. κ. ἐν ταῖς πρώταις... μάχαις succesvol in zijn eerste gevechten Plut. Phil. 8.7.
Middle Liddell
κατορθωτικός, ή, όν [from κατορθόω
likely or able to succeed, Arist.