κερτόμιος: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kertomios | |Transliteration C=kertomios | ||
|Beta Code=kerto/mios | |Beta Code=kerto/mios | ||
|Definition=( κερτόμεος <span class="bibl"><span class="title">EM</span>102.46</span>), ον, | |Definition=( κερτόμεος <span class="bibl"><span class="title">EM</span>102.46</span>), ον, [[mocking]], [[taunting]], κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι <span class="bibl">Od.24.240</span>; Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν <span class="bibl">Il.5.419</span>; simply κερτομίοισι Δία προσηύδα <span class="bibl">1.539</span>, cf. <span class="bibl">Od.9.474</span>; κ. ὀργαῖς <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 956</span> (lyr.); <b class="b3">ἐν κ. γλώσσαις</b> ib.<span class="bibl">962</span> (lyr.). (Perh. for (ς) <b class="b3">κερ-στομος</b>, cf. [[σκέραφος]], [[κέραφος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:35, 24 August 2022
English (LSJ)
( κερτόμεος EM102.46), ον, mocking, taunting, κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Od.24.240; Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν Il.5.419; simply κερτομίοισι Δία προσηύδα 1.539, cf. Od.9.474; κ. ὀργαῖς S.Ant. 956 (lyr.); ἐν κ. γλώσσαις ib.962 (lyr.). (Perh. for (ς) κερ-στομος, cf. σκέραφος, κέραφος.)
German (Pape)
[Seite 1425] ον, neckend, spottend, = κέρτομος; κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Od. 24, 239, κερτομίοις ἐπέεσσιν Δία ἐρέθιζον Il. 5, 419; ohne ἔπος, κερτομίοισι Δία προσηύδα 1, 539, vgl. Od. 20, 177; κερτομίοις γλώσσαις, ὀργαῖς, Soph. Ant. 946. 951.
Greek (Liddell-Scott)
κερτόμιος: (ἢ κερτόμεος, Μέγ. Ἐτυμολ. 102. 46), καὶ κέρτομος, ον· ― κεντῶν τὴν καρδίαν, «πειρακτικός», λοίδορος, κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηθῆναι Ὀδ. Ω. 240· Δία Κρονίδην ἐρεθίζειν Ἰλ. Ε. 419· ὡσαύτως ἁπλῶς, κερτομίοισι προσαυδᾶν Α. 539, Ὀδ. Ι. 474 (ὡς εἰ τὰ κερτόμια ἦν οὐσιαστ.)· κέρτομα βάζειν Ἡσύχ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 786· κερτομίοις ὀργαῖς Σοφ. Ἀντ. 956· ἐν κερτομίοις γλώσσαις αὐτόθι 961· χοροὶ κέρτομοι, ὑβριστικοί, Ἡρόδ. 5. 83 (πρβλ. τωθασμός). ΙΙ. σκωπτικοί, ἀπατηλοί, παῖδα... κέρτομον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 338· κέρτομος χαρὰ Εὐρ. Ἄλκ. 1125· χάριτας κερτόμους ὁ αὐτὸς ἐν «Μελανίππῃ» 29 (Ἀποσπ.)· κέρτομος ἁρμονία, ἐπὶ τῆς Ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 7. 191. ― Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ. 7. 72. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κέαρ, τέμνω· πρβλ. δακέθυμος· Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τοὺς τύπους τούτους εἰς √ΚΕΡΤ συγγενῆ τῇ √ΚΕΡ (κείρω), καὶ παραβάλλει τὰ Σανσκρ. kart- arî, kart-aris (Λατ. cult-er), kr.t-yakâ (βασανίστρια).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant : κερτομίοις ἐπέεσσιν ἐρεθίζειν IL exciter par des paroles injurieuses ; κερτομίοις ἐπέεσσι πειρηθῆναι OD éprouver par des paroles injurieuses, ou simpl. κερτομίοισι προσαυδᾶν IL adresser des paroles de reproche.
Étymologie: κέρτομος.
English (Autenrieth)
(cf. κείρω): taunting, cutting, ἔπτα, Il. 4.6; also as subst., κερτόμια (=κερτομίαι), Il. 1.539, Od. 9.474.
Greek Monolingual
κερτόμιος και κερτόμεος, -ον (Α) κερτόμος
αυτός που κεντά την καρδιά, πειραχτικός, υβριστικός («κερτομίοις ἐπέεσσι Δία Κρονίδην ἐρέθιζον», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κερτόμιος: και κέρτομος, -ον (κέαρ, τέμνω),
I. αυτός που κεντά την καρδιά, πειρακτικός, λοίδορος, ονειδιστικός, σε Ομήρ. Οδ.· Δίακερτομίοις ἐπέεσσι, σε Όμηρ.· επίσης, κερτομίοισι (χωρίς το ἐπέεσσι), στον ίδ.· κέρτομα βάζειν, σε Ησίοδ.· χόροι κέρτομοι, υβριστικοί, σε Ηρόδ.
II. σκωπτικός, απατηλός, κέρτομος χαρά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κερτόμιος: насмешливый, язвительный, оскорбительный (ἔπεα Hom.; γλῶσσαι, ὀργαί Soph.): κερτομίοισι (sc. ἐπέεσσι) προσαυδᾶν Hom. обратиться с насмешливой речью.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερτόμιος -ον [κέρτομος] spottend, honend:. κερτομίοισι ( ἐπέεσσι ) προσαυδᾶν met spottende woorden toespreken Il. 1.539.
Middle Liddell
κέρτομος, ον κέαρ, τέμνω
I. heart-cutting, stinging, reproachful, Od.; Δία κερτομίοις ἐπέεσσι Hom.; also, κερτομίοισι (without ἐπέεσσἰ Hom.; κέρτομα βάζειν Hes.; χοροὶ κέρτομοι abusive, Hdt.
II. mocking, delusive, κέρτομος χαρά Eur.