μεσαίτατος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesaitatos | |Transliteration C=mesaitatos | ||
|Beta Code=mesai/tatos | |Beta Code=mesai/tatos | ||
|Definition=μεσαίτερος, | |Definition=μεσαίτερος, v. [[μέσος]] VI. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:15, 24 August 2022
English (LSJ)
μεσαίτερος, v. μέσος VI.
German (Pape)
[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
Sp. de μέσος.
Greek Monolingual
μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].
Greek Monotonic
μεσαίτατος: -τερος, βλ. μέσος V.
Russian (Dvoretsky)
μεσαίτατος: superl. к μέσος.