ἐπιταχύνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - " ;" to ";")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitachyno
|Transliteration C=epitachyno
|Beta Code=e)pitaxu/nw
|Beta Code=e)pitaxu/nw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hasten on]], [[urge forward]], τινὰ τῆς ὁδοῦ <span class="bibl">Th.4.47</span>; <b class="b3">τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>29</span>, <span class="bibl">Hdn.2.11.1</span>; <b class="b3">τὴν φράσιν</b> [[making]] it [[rapid]], Plu.2.1011e; τὴν σύνθεσιν <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>20</span>; τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην <span class="bibl">Paus.8.51.4</span>:—Pass., ὑπὸ μαστίγων -όμενος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span> 68</span>.</span>
|Definition=[[hasten on]], [[urge forward]], τινὰ τῆς ὁδοῦ <span class="bibl">Th.4.47</span>; <b class="b3">τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>29</span>, <span class="bibl">Hdn.2.11.1</span>; <b class="b3">τὴν φράσιν</b> [[making]] it [[rapid]], Plu.2.1011e; τὴν σύνθεσιν <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>20</span>; τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην <span class="bibl">Paus.8.51.4</span>:—Pass., ὑπὸ μαστίγων -όμενος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span> 68</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:59, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτᾰχύνω Medium diacritics: ἐπιταχύνω Low diacritics: επιταχύνω Capitals: ΕΠΙΤΑΧΥΝΩ
Transliteration A: epitachýnō Transliteration B: epitachynō Transliteration C: epitachyno Beta Code: e)pitaxu/nw

English (LSJ)

hasten on, urge forward, τινὰ τῆς ὁδοῦ Th.4.47; τὸν πόλεμον, τὴν ὁδόν, Plu.Per.29, Hdn.2.11.1; τὴν φράσιν making it rapid, Plu.2.1011e; τὴν σύνθεσιν D.H.Comp.20; τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Paus.8.51.4:—Pass., ὑπὸ μαστίγων -όμενος Plu.Ant. 68.

German (Pape)

[Seite 989] beschleunigen, antreiben, μαστιγοφόροι ἐπετάχυνον τῆς ὁδοῦ τοὺς σχολαίτερον προσιόντας Thuc. 4, 47; τὸν πόλεμον Plut. Pericl. 29; a. Sp., wie Hdn. τὴν ὁδόν 2, 11, 2; τὴν πεπρωμένην Paus. 8, 51, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτᾰχύνω: ἐπισπεύδω, τινὰ τῆς ὁδοῦ Θουκ. 4. 47· τὸν πόλεμον, τὴν πορείαν, Πλουτ. Περικλ. 29, κτλ. τὴν φράσιν, καθιστῶ αὐτὴν ταχεῖαν, τρέχουσαν, ὁ αὐτ. 2. 1011Ε· τῇ Ἑλλάδι τὴν πεπρωμένην Παυσ. 8. 51, 4. ― Παθ., ὑπὸ μαστίγων ἐπιταχυνομένους Πλουτ. Ἀντών. 68.

French (Bailly abrégé)

hâter, presser.
Étymologie: ἐπί, ταχύνω.

Greek Monolingual

ἐπιταχύνω) ταχύνω
αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾶλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «επιταχύνω φράσιν ή σύνθεσιν» — καθιστώ τη φράση ή τη σύνθεση ρέουσα.

Greek Monotonic

ἐπιτᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, επισπεύδω, επείγω, ωθώ προς τα εμπρός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτᾰχύνω: (ῡ) ускорять, торопить (τὴν πορείαν Plut.): ἐ. τινὰ τῆς ὁδοῦ Thuc. заставлять кого-л. ускорять ход.

Middle Liddell

fut. ῠνῶ
to hasten on, urge forward, Thuc.