ἀξυγκρότητος: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aksygkrotitos | |Transliteration C=aksygkrotitos | ||
|Beta Code=a)cugkro/thtos | |Beta Code=a)cugkro/thtos | ||
|Definition=ον, for [[ἀσυγκρότητος]], | |Definition=ον, for [[ἀσυγκρότητος]], [[not]] [[weld]]ed together by the [[hammer]]: metaph. of [[rower]]s, not [[train]]ed to [[pull together]], <span class="bibl">Th.8.95</span>; of style, [[not]] [[compact]], [[rambling]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>19</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:18, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, for ἀσυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.
French (Bailly abrégé)
anc. att. p. ἀσυγκρότητος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀσυγ- D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.
Greek Monolingual
ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].
Greek Monotonic
ἀξυγκρότητος: -ον (συγκροτέω), μη συγκολλημένος με σφυρηλάτηση· μεταφ. λέγεται για τα κουπιά, μη εξασκημένος να κωπηλατεί ταυτόχρονα με άλλον, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀξυγκρότητος: староатт. = ἀσυγκρότητος.
Middle Liddell
συγκροτέω
not welded together by the hammer:— metaph. of rowers, not trained to keep time, Thuc.