θωρακεῖον: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=θωρακεῑον, τὸ (Α) [[θώραξ]]<br /><b>1.</b> (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό [[τείχος]], [[προπέτασμα]], [[θώρακας]], [[θωράκιο]]<br /><b>2.</b> (για [[επιφάνεια]] τοίχου) [[τμήμα]] που φθάνει στο ύψος του στήθους<br /><b>3.</b> (για τριήρη) [[κουπαστή]]<br /><b>4.</b> [[ακρόπρωρο]], διακοσμητικό [[σύμβολο]] ή [[μορφή]] στην [[πλώρη]] τών πλοίων<br /><b>5.</b> [[θώρακας]] πανοπλίας<br /><b>6.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]].
|mltxt=θωρακεῖον, τὸ (Α) [[θώραξ]]<br /><b>1.</b> (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό [[τείχος]], [[προπέτασμα]], [[θώρακας]], [[θωράκιο]]<br /><b>2.</b> (για [[επιφάνεια]] τοίχου) [[τμήμα]] που φθάνει στο ύψος του στήθους<br /><b>3.</b> (για τριήρη) [[κουπαστή]]<br /><b>4.</b> [[ακρόπρωρο]], διακοσμητικό [[σύμβολο]] ή [[μορφή]] στην [[πλώρη]] τών πλοίων<br /><b>5.</b> [[θώρακας]] πανοπλίας<br /><b>6.</b> [[μικρός]] [[θώρακας]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:21, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκεῖον Medium diacritics: θωρακεῖον Low diacritics: θωρακείον Capitals: ΘΩΡΑΚΕΙΟΝ
Transliteration A: thōrakeîon Transliteration B: thōrakeion Transliteration C: thorakeion Beta Code: qwrakei=on

English (LSJ)

τό,= A θωράκιον ΙΙ, breastwork, parapet, or dwarf-wall of an enclosure, A.Th.32, IG22.463.86, IGRom.4.293ai39 (Pergam., ii B.C.), 1465,1474 (Smyrna), D.S.17.44 (v.l. -ίοις); the breast-high part of a wall-surface, ἵνα γραφῇ… θ. ὀροβοειδές PCair.Zen.445 (iii B.C.). 2 gunwale of a trireme, IG22.1604.31. II cuirass, PCair. Zen.14.12 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1230] τό, Brustwehr, Bollwerk; Aesch. Spt. 32; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

θωρᾱκεῖον: τό, = θωράκιον ΙΙ, θώραξ, τεῖχος, Αἰσχύλ. Θήβ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 3278, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mantelet ou défense d'un rempart.
Étymologie: θώραξ.

Greek Monolingual

θωρακεῖον, τὸ (Α) θώραξ
1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο
2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος του στήθους
3. (για τριήρη) κουπαστή
4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών πλοίων
5. θώρακας πανοπλίας
6. μικρός θώρακας.

Greek Monotonic

θωρᾱκεῖον: τό, = θώραξ III, εξωτερικό τείχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θωρᾱκεῖον: τό бруствер, защитная насыпь, вал Aesch.

Middle Liddell

θωρᾱκεῖον, ου, τό, = θώραξ III,]
a breast-work, Aesch.