ἱερατεία: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱερατεία]], Α και ἱερητείη και [[ἱερητεία]], ιων. τ. ἱρητήη) [[ιερατεύω]]<br />το [[αξίωμα]] του ιερέα, η [[ιερωσύνη]] («τὴν περὶ τὸ θεῑον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῦμεν ἱερατείαν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱερατεία]], Α και ἱερητείη και [[ἱερητεία]], ιων. τ. ἱρητήη) [[ιερατεύω]]<br />το [[αξίωμα]] του ιερέα, η [[ιερωσύνη]] («τὴν περὶ τὸ θεῖον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῦμεν ἱερατείαν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:23, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερᾱτεία Medium diacritics: ἱερατεία Low diacritics: ιερατεία Capitals: ΙΕΡΑΤΕΙΑ
Transliteration A: hierateía Transliteration B: hierateia Transliteration C: ierateia Beta Code: i(eratei/a

English (LSJ)

ἡ, A priesthood, Arist.Pol.1328b13, OGI90.52 (Rosetta, ii B.C.), LXXEx.29.9, Ev.Luc.1.9, IG5(2).516 (Lycosura, i A. D.), etc.: Ion. ἱρητήη Schwyzer692 (Chios, V B.C.); later ἱερητείη and ἱέρᾱτ-α GDI ivpp.885-6 (Erythrae, iv B.C.), SIG1014.14 (ibid., iii B.C.), 1015.5 (Halic.).

German (Pape)

[Seite 1240] ἡ, Priesterthum, Arist. pol. 7, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱτεία: ἡ, τὸ ὑπούργημα τοῦ ἱερέως, ἡ ἱερωσύνη, ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐπιμέλεια, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 8, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 23., 2909, κ. ἀλλ., Καιν. Διαθ.· Ἰων. ἱερητεία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fonction de prêtre, prêtrise, sacerdoce.
Étymologie: ἱερατεύω.

English (Strong)

from ἱερατεύω; priestliness, i.e. the sacerdotal function: office of the priesthood, priest's office.

English (Thayer)

(WH ἱερατια; cf. Iota), ἱερατείας, ἡ (ἱερατεύω), the priesthood, the office of priest: Sept. for כְּהֻנָּה; Aristotle, pol. 7,8; Dionysius Halicarnassus; Boeckh, Inscriptions ii., pp. 127,23; 363,27.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱερατεία, Α και ἱερητείη και ἱερητεία, ιων. τ. ἱρητήη) ιερατεύω
το αξίωμα του ιερέα, η ιερωσύνη («τὴν περὶ τὸ θεῖον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῦμεν ἱερατείαν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ἱερᾱτεία: ἡ, υπηρεσία, έργο, αξίωμα του ιερέα, ιεροσύνη, σε Αριστ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερᾱτεία:
1) Arst. = ἱερατική;
2) священнический сан, священство NT.

Middle Liddell

ἱερᾱτεία, ἡ,
the priest's office, priesthood, Arist., NTest.

Chinese

原文音譯:ƒerate⋯a 希誒拉帖阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:聖的(著)
字義溯源:祭司行列,祭司職任,祭司職分;源自(ἱερατεύω)=作祭司);而 (ἱερατεύω)出自(ἱερεύς)=祭司), (ἱερεύς)出自(ἱερός)*=聖的)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編
1) 祭司職分(2) 路1:9; 來7:5