ορμίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(29) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ὁρμίζω]]) [<i>όρμος</i> (II)]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορμίζομαι</i><br />[[αγκυροβολώ]] σε [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[προς]] την [[ξηρά]], [[αποθέτω]] στην [[παραλία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιτυλίσσω]], [[δένω]]<br /><b>3.</b> [[ρίχνω]] [[άγκυρα]] στα ανοιχτά<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> α) οδηγούμαι, προσάγομαι σε ασφαλές [[μέρος]]<br />β) [[εισπλέω]] στο [[λιμάνι]] του θανάτου («τὴν ὅρμισιν τὴν τελευταίαν ὁρμιζομένων τὸ | |mltxt=(Α [[ὁρμίζω]]) [<i>όρμος</i> (II)]<br /><b>1.</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορμίζομαι</i><br />[[αγκυροβολώ]] σε [[λιμάνι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] [[προς]] την [[ξηρά]], [[αποθέτω]] στην [[παραλία]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιτυλίσσω]], [[δένω]]<br /><b>3.</b> [[ρίχνω]] [[άγκυρα]] στα ανοιχτά<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <b>μτφ.</b> α) οδηγούμαι, προσάγομαι σε ασφαλές [[μέρος]]<br />β) [[εισπλέω]] στο [[λιμάνι]] του θανάτου («τὴν ὅρμισιν τὴν τελευταίαν ὁρμιζομένων τὸ θεῖον οὐκ ἀμελεῑ», Αιλ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:23, 24 August 2022
Greek Monolingual
(Α ὁρμίζω) [όρμος (II)]
1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει
2. μέσ. ορμίζομαι
αγκυροβολώ σε λιμάνι
αρχ.
1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία
2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω
3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά
4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι, προσάγομαι σε ασφαλές μέρος
β) εισπλέω στο λιμάνι του θανάτου («τὴν ὅρμισιν τὴν τελευταίαν ὁρμιζομένων τὸ θεῖον οὐκ ἀμελεῑ», Αιλ.).