ἡδύγλωσσος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idyglossos | |Transliteration C=idyglossos | ||
|Beta Code=h(du/glwssos | |Beta Code=h(du/glwssos | ||
|Definition=Dor. ἁδ-, ον, | |Definition=Dor. ἁδ-, ον, [[sweet-tongued]], βοά <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>13.100</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:54, 24 August 2022
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, ον, sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.
German (Pape)
[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, γλῶσσα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δίγλωσσος, πολύγλωσσος].
Greek Monotonic
ἡδύγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύγλωσσος: только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий (βοά Pind.).