ῥαγοειδής: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές / [[ῥαγοειδής]], -ές, ΝΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />αυτός που μοιάζει με [[ράγα]], ο όμοιος με [[ρώγα]] («[[ραγοειδής]] [[υμένας]]» — ο [[μεσαίος]] [[υμένας]] του οφθαλμού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ραγοειδής]] [[χιτώνας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την [[ίριδα]], το ακτινωτό [[σώμα]] και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. [[αγγειώδης]] [[χιτώνας]].
|mltxt=-ές / [[ῥαγοειδής]], -ές, ΝΑ [[ῥάξ]], <i>ῥαγός<br />αυτός που μοιάζει με [[ράγα]], ο όμοιος με [[ρώγα]] («[[ραγοειδής]] [[υμένας]]» — ο [[μεσαίος]] [[υμένας]] του οφθαλμού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ραγοειδής]] [[χιτώνας]]»<br /><b>ανατ.</b> [[σύνολο]] οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την [[ίριδα]], το ακτινωτό [[σώμα]] και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. [[αγγειώδης]] [[χιτώνας]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾱγοειδής Medium diacritics: ῥαγοειδής Low diacritics: ραγοειδής Capitals: ΡΑΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhagoeidḗs Transliteration B: rhagoeidēs Transliteration C: ragoeidis Beta Code: r(agoeidh/s

English (LSJ)

ές, like berries or like grapes: ῥαγοειδὴς χιτών in the eye, the choroid membrane, but including the iris, Herophil. ap. [Ruf.]Anat.13, Ruf. Onom.153, Gal.UP10.4, Poll.2.70.

German (Pape)

[Seite 830] ές, beeren- oder traubenartig; χιτών, von der zweiten Adernhaut des Auges, Poll. 2, 70; Gal.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾱγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ῥᾶγα· ῥ. χιτών, ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, ο χοριοειδὴς χιτών, ὡς ἐοικὼς ῥαγὶ τῇ ἔξωθεν λειότητι καὶ τῇ ἔσωθεν δασύτητι Ροῦφ. Ἑφ. 36 ἔκδ. Clinch., Πολυδ. Β΄, 70, Σουΐδ. ἐν λ. κόρη, Γαλην. τ. 4, σ. 380, 2., τ. 6, σ. 877, 4, κτλ.

Greek Monolingual

-ές / ῥαγοειδής, -ές, ΝΑ ῥάξ, ῥαγός
αυτός που μοιάζει με ράγα, ο όμοιος με ρώγαραγοειδής υμένας» — ο μεσαίος υμένας του οφθαλμού)
νεοελλ.
φρ. «ραγοειδής χιτώνας»
ανατ. σύνολο οφθαλμικών ιστών, μεσοδερμικής προέλευσης, που περιλαμβάνει την ίριδα, το ακτινωτό σώμα και τον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού, αλλ. αγγειώδης χιτώνας.