εὔδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[εὔδενδρος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[well]] [[wooded]] ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ [[ἄλσος]] (O. 8.9) cf. παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (διὰ τὰ [[τῶν]] ἐλαιῶν φυτὰ, [[ἅπερ]] [[Ἡρακλῆς]] ἐξ Ψπερβορέων κομίσας ἐνεφύτευσε τῇ γῇ. Σ.) (N. 11.25) πὰρ [[μέσον]] ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.73) εὔδ]ενδροι (supp. Lobel) Δ. 4. h. 4.
|sltr=[[εὔδενδρος]] [[well]] [[wooded]] ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ [[ἄλσος]] (O. 8.9) cf. παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (διὰ τὰ [[τῶν]] ἐλαιῶν φυτὰ, [[ἅπερ]] [[Ἡρακλῆς]] ἐξ Ψπερβορέων κομίσας ἐνεφύτευσε τῇ γῇ. Σ.) (N. 11.25) πὰρ [[μέσον]] ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.73) εὔδ]ενδροι (supp. Lobel) Δ. 4. h. 4.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:30, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔδενδρος Medium diacritics: εὔδενδρος Low diacritics: εύδενδρος Capitals: ΕΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: eúdendros Transliteration B: eudendros Transliteration C: eydendros Beta Code: eu)/dendros

English (LSJ)

ον, well-wooded, abounding in fair trees, ἄλσος Pi.O.8.9; μάτηρ (sc. Γαῖα) Id.P.4.74; τέμενος Simon. 13; χόρτοι E.IT134 (lyr.), etc.: also in Prose, Hp.Aër.12 (Sup.), Str.2.3.4, Ph.2.117.

German (Pape)

[Seite 1061] baumreich, mit schönen Bäumen, ἄλσος Pind. Ol. 8, 9; ὄχθος N. 11, 25, vgl. P. 4, 74; χόρτοι, baumreiche Triften, Eur. I. T. 134; ὕλη Alc. Mess. 8 (VI, 218). Auch in Prosa, ὄρος Luc. Peregr. 21; χώρη εὐδενδροτάτη Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὔδενδρος: -ον, ἔχων ἄφθονα καὶ καλὰ δένδρα, Πινδ. Ο. 8. 12, Π. 4. 131, Εὐρ. Ι. Τ. 134, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἱππ. π. Ἀερων 288, Στράβ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de beaux arbres ou couvert d'arbres.
Étymologie: εὖ, δένδρον.

English (Slater)

εὔδενδρος well wooded ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ' Ἀλφεῷ ἄλσος (O. 8.9) cf. παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (διὰ τὰ τῶν ἐλαιῶν φυτὰ, ἅπερ Ἡρακλῆς ἐξ Ψπερβορέων κομίσας ἐνεφύτευσε τῇ γῇ. Σ.) (N. 11.25) πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ῥηθὲν ματέρος (P. 4.73) εὔδ]ενδροι (supp. Lobel) Δ. 4. h. 4.

Greek Monolingual

εὔδενδρος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλά ή ωραία δέντρα («εὔδενδρον τέμενος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δένδρον.

Greek Monotonic

εὔδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά και καλά δέντρα, αυτός που είναι γεμάτος με ωραία δέντρα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔδενδρος:
1) обильный деревьями, т. е. густой (ἄλσος Pind.; ὕλη Anth.);
2) покрытый лесами, лесистый (ὄχθος Pind.; χόρτοι Eur.; ὄρος Luc.).

Middle Liddell

εὔ-δενδρος, ον δένδρον
well-wooded, abounding in fair trees, Pind., Eur.