ποδαρκής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ποδαρκής]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] of [[foot]] ἐν Ἀθάναισι [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις i. e. a [[day]] of [[swift]] footracing (O. 13.38) ποδαρκέων δώδεκ' ἂν [[δρόμων]] [[τέμενος]] (contra Bergk, “recte ut videtur schol. participium verbi esse existimat”) (P. 5.33)
|sltr=[[ποδαρκής]] [[swift]] of [[foot]] ἐν Ἀθάναισι [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις i. e. a [[day]] of [[swift]] footracing (O. 13.38) ποδαρκέων δώδεκ' ἂν [[δρόμων]] [[τέμενος]] (contra Bergk, “recte ut videtur schol. participium verbi esse existimat”) (P. 5.33)
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαρκής Medium diacritics: ποδαρκής Low diacritics: ποδαρκής Capitals: ΠΟΔΑΡΚΗΣ
Transliteration A: podarkḗs Transliteration B: podarkēs Transliteration C: podarkis Beta Code: podarkh/s

English (LSJ)

ές, (A ἀρκέω 1.3) succouring with the feet, running to the rescue (cf. βοηθόος): hence, swift-footed, epithet of a good runner, freq. in Il., as epithet of Achilles, 1.121, al.(never in Od.); π. ἄγγελος Διός, of Hermes, B. 18.30. II π. ἁμέρα a day of swift feet, i.e. on which swift runners contended, Pi.O.13.38; ποδαρκέων δρόμων τέμενος the sacred field of swift courses, i.e. the Pythian race-course, Id.P.5.33(s.v.l.). III assisting the feet, name of a remedy for gout, Gal.13.1021.

English (Slater)

ποδαρκής swift of foot ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις i. e. a day of swift footracing (O. 13.38) ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (contra Bergk, “recte ut videtur schol. participium verbi esse existimat”) (P. 5.33)

Greek Monotonic

ποδαρκής: -ές (ἀρκέω), επαρκής στα πόδια, γοργοπόδαρος, λέγεται για τον Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ποδαρκὴς ἁμέρα, μέρα της ταχύτητας, δηλ. η μέρα που αγωνίζονται οι γρήγοροι δρομείς, σε Πίνδ.· ποδαρκέων δρόμων τέμενος, ιερός χώρος για τους αγώνες ταχύτητας, δηλ. το Πυθικό στάδιο, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαρκής -ές [πούς, ἀρκέω] snelvoetig.