несчастный: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[περιπετής]], [[δυσέρως]], [[ἀπάλαμος]], [[ἄσῳτος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[ταλαός]], [[δάϊος]], [[δήϊος]], [[ὀϊζυρός]], [[οἰζυρός]], [[βαρυδαίμων]], [[δύσκολπος]], [[δύσμορος]], [[οἴκτιστος]], [[ταλαίφρων]], [[ταλαίπωρος]], [[μέλεος]], [[ἄνορμος]], [[ἀμέγαρτος]], [[στυγερός]], [[ὀλέθριος]], [[κακοτυχής]], [[λευγαλέος]], [[δείλαιος]], [[σμυγερός]], [[ἄποτμος]], [[ἀτυχής]], [[ἄνολβος]], [[δυσδαίμων]], [[δύσποτμος]], [[κακόποτμος]], [[μογερός]], [[δύσγαμος]], [[δυστοκεύς]], [[νήποτμος]], [[σχέτλιος]], [[κακοδαίμων]], [[παλιντυχής]], [[δειλός]], [[ἰάλεμος]], [[μοχθηρός]], [[τάλας]], [[αὐχμηρός]], [[τλήμων]], [[τλάμων]], [[μελεόφρων]], [[μέλας]], [[δυσώνυμος]], [[αἰνόλινος]], [[ἄμοιρος]] | |rueltext=[[περιπετής]], [[δυσέρως]], [[ἀπάλαμος]], [[ἄσῳτος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[ταλαός]], [[δάϊος]], [[δήϊος]], [[ὀϊζυρός]], [[οἰζυρός]], [[βαρυδαίμων]], [[δύσκολπος]], [[δύσμορος]], [[οἴκτιστος]], [[ταλαίφρων]], [[ταλαίπωρος]], [[μέλεος]], [[ἄνορμος]], [[ἀμέγαρτος]], [[στυγερός]], [[ὀλέθριος]], [[κακοτυχής]], [[λευγαλέος]], [[δείλαιος]], [[σμυγερός]], [[ἄποτμος]], [[ἀτυχής]], [[ἄνολβος]], [[δυσδαίμων]], [[δύσποτμος]], [[κακόποτμος]], [[μογερός]], [[δύσγαμος]], [[δυστοκεύς]], [[νήποτμος]], [[σχέτλιος]], [[κακοδαίμων]], [[παλιντυχής]], [[δειλός]], [[ἰάλεμος]], [[μοχθηρός]], [[τάλας]], [[αὐχμηρός]], [[τλήμων]], [[τλάμων]], [[μελεόφρων]], [[μέλας]], [[δυσώνυμος]], [[αἰνόλινος]], [[ἄμοιρος]], [[δύστηνος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 11 September 2022
Russian > Greek
περιπετής, δυσέρως, ἀπάλαμος, ἄσῳτος, ἄθλιος, ἀέθλιος, ταλαός, δάϊος, δήϊος, ὀϊζυρός, οἰζυρός, βαρυδαίμων, δύσκολπος, δύσμορος, οἴκτιστος, ταλαίφρων, ταλαίπωρος, μέλεος, ἄνορμος, ἀμέγαρτος, στυγερός, ὀλέθριος, κακοτυχής, λευγαλέος, δείλαιος, σμυγερός, ἄποτμος, ἀτυχής, ἄνολβος, δυσδαίμων, δύσποτμος, κακόποτμος, μογερός, δύσγαμος, δυστοκεύς, νήποτμος, σχέτλιος, κακοδαίμων, παλιντυχής, δειλός, ἰάλεμος, μοχθηρός, τάλας, αὐχμηρός, τλήμων, τλάμων, μελεόφρων, μέλας, δυσώνυμος, αἰνόλινος, ἄμοιρος, δύστηνος