χαροπότης: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' ητος ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χᾰροπότης:''' ητος ἡ голубизна ([[αἰθέριος]], ὀμμάτων Plut.).
|elrutext='''χᾰροπότης:''' ητος ἡ [[голубизна]] ([[αἰθέριος]], ὀμμάτων Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]<br />[[brightness]] of eye: a [[light]]-[[blue]] [[colour]], Plut.
|mdlsjtxt=χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]<br />[[brightness]] of eye: a [[light]]-[[blue]] [[colour]], Plut.
}}
}}

Revision as of 15:08, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροπότης Medium diacritics: χαροπότης Low diacritics: χαροπότης Capitals: ΧΑΡΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: charopótēs Transliteration B: charopotēs Transliteration C: charopotis Beta Code: xaropo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A brightness of eye, Stoic.3.33, Archyt. ap. Simp. in Cat.93.2, EM807.30. 2 light-blue colour, of the eyes of the Germans, Plu.Mar.11; also αἰθέριος χ., of sky-blue, Id.2.352d. 3 brightness, Simp. in Cat.298.15.

German (Pape)

[Seite 1340] ητος, ἡ, Helläugigkeit, – die lichtblaue, meerblaue Farbe, vgl. Plut. Mar. 11, der die blaue Blüthe des Leins mit dem Himmelblau, τῇ περιεχούσῃ τὸν κόσμον αἰθερίῳ χαροπότητι vergleicht.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, λαμπρότης ὀφθαλμῶν· χρῶμα ἀνοικτὸν κυανοῦν, ὡς παρὰ Πλουτ. ἐν Μαρ. 11 κεῖται ἡ λέξις εἰς δήλωσιν τοῦ χρῶματος τῶν ὀφθαλμῶν τῶν Γερμανῶν, οὕς ὁ Τάκιτος περιγράφει λέγων, truces et caerulei oculi, πρβλ. Πλούτ. 2. 352D· καθόλου, λαμπρότης, Ἐτυμ. Μέγ. 807, 30.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
couleur d'un bleu clair.
Étymologie: χαροπός.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ
βλ. χαρωπότητα.

Greek Monotonic

χᾰροπότης: -ητος, ἡ, φωτεινότητα των ματιών, φωτεινό μπλε χρώμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰροπότης: ητος ἡ голубизна (αἰθέριος, ὀμμάτων Plut.).

Middle Liddell

χᾰροπότης, ητος, ἡ, [from χᾰροπός]
brightness of eye: a light-blue colour, Plut.