στασιώτης: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stasiotis | |Transliteration C=stasiotis | ||
|Beta Code=stasiw/ths | |Beta Code=stasiw/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> (στάσις B. 111) mostly in plural, [[members of a party]] or [[faction in a state]], [[partisans]], <b class="b3">οἱ τοῦ Μεγακλέος σ</b>. <span class="bibl">Hdt.1.60</span>, cf. <span class="bibl">59</span>,<span class="bibl">173</span>, al.; acting as [[a body-guard]], <span class="bibl">Antipho <span class="title">Fr.</span>1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph. (with punning allusion to στάσις <span class="bibl">B. 1.1</span>), <b class="b3">οἱ τοῦ ὅλου σ</b>. the [[partisans]] of 'The Whole', opp. <b class="b3">οἱ ῥέοντες</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>181a</span>; <b class="b3">σ. τῆς φύσεως καὶ ἀφυσίκους</b>, of Parmenides and Melissus, who denied motion, Arist. ap. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>10.46</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:15, 21 September 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A (στάσις B. 111) mostly in plural, members of a party or faction in a state, partisans, οἱ τοῦ Μεγακλέος σ. Hdt.1.60, cf. 59,173, al.; acting as a body-guard, Antipho Fr.1. 2 metaph. (with punning allusion to στάσις B. 1.1), οἱ τοῦ ὅλου σ. the partisans of 'The Whole', opp. οἱ ῥέοντες, Pl.Tht.181a; σ. τῆς φύσεως καὶ ἀφυσίκους, of Parmenides and Melissus, who denied motion, Arist. ap. S.E.M.10.46.
German (Pape)
[Seite 930] ὁ, der Aufrührer, Empörer, der zu einer Partei Gehörige, die im Aufstande begriffen ist; bes. im plur. die Anhänger einer Partei, einer politischen Faktion, οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται, Her. 1, 60; ἐξήλασε τοὺς στασιώτας αὐτοῦ, 1, 173, u. öfter; vgl. Xen. Hell. 7, 1, 43; Sp. – Bei Plat. Theaet. 181 a heißen οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, im Ggstz der ῥέοντες, diejenigen, welche das Feststehen, die Unveränderlichkeit von Allem annehmen.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιώτης: -ου, ὁ, (στάσις Β. ΙΙΙ) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τὰ μέλη πολιτικῆς μερίδος, οἱ ἀνήκοντες εἰς φατρίαν, ὀπαδοί, οἱ τοῦ Μεγακλέους στ. Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 59, 173, κ. ἀλλ.· ὁ ἐνεργῶν ὡς σωματοφύλαξ, Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρ.· -οἱ στ. τοῦ ὅλου, οἱ ἀποδεχόμενοι τὴν θεωρίαν ταύτην, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξ. στάσιμοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ ῥέοντες, Πλάτ. Θεαίτ. 181Α, ἴδε παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 46. -Πρβλ. στασιαστής. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
séditieux, factieux ; simpl. affilié à un parti politique : τινος partisan de qqn.
Étymologie: στάσις.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση
αρχ.
1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.)
2. σωματοφύλακας
3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται
οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως»
4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῦ ὅλου» — οι φιλόσοφοι που δέχονταν τη στασιμότητα, το αμετάβλητο του κόσμου
β) «στασιῶται τῆς φύσεως» — οι φιλόσοφοι που δεν δέχονταν την κίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + -ιώτης, πιθ. κατά τα στρατιώτης, πατριώτης.
Greek Monotonic
στᾰσιώτης: -ου, ὁ (στάσις), κατά κανόνα στον πληθ., μέλη πολιτικής παράταξης ή φατρίας, οπαδοί, φραξιονιστές, στασιαστές, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιώτης: ου ὁ
1) член политической группировки приверженец (какой-л.) политической партии (οἱ τοῦ Μεγακλέους στασιῶται Her.);
2) (о философах элейской школы), сторонник теории неизменяемости вселенной Plat., Sext.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιώτης -ου, ὁ [στάσις] lid van een partij of factie, partijgenoot:. οἱ τοῦ Μεγακλέος στασιῶται de partijgenoten van Megacles Hdt. 1.60.1. overdr. aanhanger. οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται de aanhangers van ‘het geheel' Plat. Tht. 181a.
Middle Liddell
στᾰσιώτης, ου, ὁ, στάσις
mostly in plural the members of a party or faction, partisans, Hdt., attic