ἀθυροστομία: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "Greek: φλυαρία, πολυλογία; " to "Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, [[ἀκριτο...) |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Bulgarian: бъбривост; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: [[Geschwätzigkeit]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]; Irish: foclaíocht; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[verborrea]], [[logorrea]] | |trtx=Bulgarian: бъбривост; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: [[Geschwätzigkeit]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]; Irish: foclaíocht; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[verborrea]], [[logorrea]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:03, 26 September 2022
English (LSJ)
ἡ, = ἀθυρογλωττία (impudent loquaciousness), Plu.2.11c, AP5.251 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage sans retenue.
Étymologie: ἀθυρόστομος.
Spanish (DGE)
(ἀθῠροστομία) -ας, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀθυροστομίη AP 5.56 (Diosc.), 252 (Paul.Sil.)
locuacidad desenfrenada, garrulería Plu.2.11c, AP ll.cc., Cyr.Al.Luc.1.363.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠροστομία: ἡ (чрезмерная) болтливость Plut., Anth.
Greek Monotonic
ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῠροστομία: ἡ = ἀθυρογλωττία, Ἀνθ. ΙΙ. σ. 252.
Middle Liddell
[from ἀθυρόστομος = ἀθυρογλωττία, Anth.]
Translations
Bulgarian: бъбривост; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: Geschwätzigkeit; Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Greek: φλυαρία, πολυλογία; Irish: foclaíocht; Spanish: locuacidad, garrulidad, verborrea, logorrea