ὀνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oniskos
|Transliteration C=oniskos
|Beta Code=o)ni/skos
|Beta Code=o)ni/skos
|Definition=ὁ, Dim. of [[ὄνος]], but only metaph. : <span class="sense"><span class="bld">I</span> a sea-fish of the [[gadus]] or [[cod]] kind, Dorio ap. <span class="bibl">Ath.3.118c</span>, Euthyd. ap. eund.<span class="bibl">7.315f</span>, Gal.6.721. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> prob. [[woodlouse]] (cf. [[ὄνος]] III), Id.12.366, al. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> = [[ὄνος]] VII. 1, [[windlass]], [[crane]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>13</span>, <span class="bibl"><span class="title">Art.</span>72</span>, <span class="bibl">Ath.Mech.14.7</span>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>68.5</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span> 84.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> <b class="b3">ὀνίσκος· τεκτονικὸς πρίων</b>, Hsch.</span>
|Definition=ὁ, Dim. of [[ὄνος]], but only metaph. :<br><span class="bld">I</span> a sea-fish of the [[gadus]] or [[cod]] kind, Dorio ap. Ath.3.118c, Euthyd. ap. eund.7.315f, Gal.6.721.<br><span class="bld">II</span> prob. [[woodlouse]] (cf. [[ὄνος]] III), Id.12.366, al.<br><span class="bld">III</span> = [[ὄνος]] VII. 1, [[windlass]], [[crane]], Hp.Fract.13, Art.72, Ath.Mech.14.7, Ph.Bel.68.5, Hero Bel. 84.14.<br><span class="bld">IV</span> ὀνίσκος· τεκτονικὸς [[πρίων]], Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:51, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνίσκος Medium diacritics: ὀνίσκος Low diacritics: ονίσκος Capitals: ΟΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: onískos Transliteration B: oniskos Transliteration C: oniskos Beta Code: o)ni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ὄνος, but only metaph. :
I a sea-fish of the gadus or cod kind, Dorio ap. Ath.3.118c, Euthyd. ap. eund.7.315f, Gal.6.721.
II prob. woodlouse (cf. ὄνος III), Id.12.366, al.
III = ὄνος VII. 1, windlass, crane, Hp.Fract.13, Art.72, Ath.Mech.14.7, Ph.Bel.68.5, Hero Bel. 84.14.
IV ὀνίσκος· τεκτονικὸς πρίων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 347] ὁ, 1) dim. von ὄνος, Eselein, Sp. – 2) ein Meerfisch von der Art des Stockfisches, asellus, Dorio bei Ath. III, 118 c Euthyd. ib. VII, 315 t. – 3) Kellerassel, = ἴουλος, Sp. – 4) eine Zimmermannssäge, Hesych. – 5) wie ὄνος, Winde, Haspel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ὄνος· ἐν Γλωσσ. ὡσαύτως, ὀνίσκη, ἡ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, εἶδος γάδου, κοινῶς: «γαδαρόψαρον», Λατ. asellus, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 118C, Εὐθύδ. αὐτόθι 315F· ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙΙ. ἔντομόν τι, ἴδε ἴουλος IV, Γαλην. IV. ὡς τὸ ὄνος VII, 1, μοχλός, ἀνυψωτικὴ μηχανὴ ἢ γέρανος, Λατιν. sucula, Ἱππ. Ἀγμ. 761· ἡ λαβὴ τοῦ ἀνυψωτικοῦ μοχλοῦ, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 834. V. «τεκτονικὸς πρίων» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 314.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 merluche, poisson de mer;
2 cloporte, insecte;
3 cabestan.
Étymologie: dim. de ὄνος.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνίσκος, θηλ. ὀνίσκη) όνος
1. (υποκορ. του όνος) γαϊδουράκι
2. λόγια ονομασία γένους ψαριών το οποίο, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια gadidae, ο γάδος
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος και τυπικός εκπρόσωπος της υπόταξης ονισκοειδή τών καρκινοειδών ισοπόδων, κν. γουρουνάκι
2. ναυτ. είδος βαρούλκου το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε μικρά εμπορικά σκάφη για την έλξη ή την ανύψωση βαρέων αντικειμένων, αλλ. όνευος
3. φρ. «έλαιο ονίσκου» — μουρουνέλαιο
αρχ.
1. είδος εντόμου όμοιου με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
2. είδος μοχλού, ανυψωτική μηχανή ή, κατ' άλλους, η λαβή του ανυψωτικού μοχλού
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνίσκος
τεκτονικὸς πρίων».