δαιταλεύς: Difference between revisions
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=daitaleu/s | |Beta Code=daitaleu/s | ||
|Definition=-έως, ὁ, [[banqueter]], [[ἄκλητος]] δαιταλεύς, of the [[eagle]] eating [[Prometheus]]' [[liver]], A. ''Pr.'' 1024; pl., ''Com.Adesp.'' 30 D; [[Δαιταλῆς]], play by [[Aristophanes]]. | |Definition=-έως, ὁ, [[banqueter]], [[ἄκλητος]] δαιταλεύς, of the [[eagle]] eating [[Prometheus]]' [[liver]], A. ''Pr.'' 1024; pl., ''Com.Adesp.'' 30 D; [[Δαιταλῆς]], play by [[Aristophanes]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δαιτᾰλεύς) -έως<br />[[comensal]], [[partícipe de un banquete]] ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς <i>Com.Adesp</i>.115, dud. en <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un [[banquete]] [[público]] δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9<br /><b class="num">•</b>[[Δαιταλεῖς]] tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120<br /><b class="num">•</b>fig. del águila que devoraba a Prometeo [[ἄκλητος]] ἕρπων δ. πανήμερος A.<i>Pr</i>.1024. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=έως (ὁ) :<br />convive.<br />'''Étymologie:''' [[δαίτη]]. | |btext=έως (ὁ) :<br />convive.<br />'''Étymologie:''' [[δαίτη]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:40, 1 October 2022
English (LSJ)
-έως, ὁ, banqueter, ἄκλητος δαιταλεύς, of the eagle eating Prometheus' liver, A. Pr. 1024; pl., Com.Adesp. 30 D; Δαιταλῆς, play by Aristophanes.
Spanish (DGE)
(δαιτᾰλεύς) -έως
comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
•Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
•fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.
German (Pape)
[Seite 516] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
convive.
Étymologie: δαίτη.
Greek Monolingual
δαιταλεύς (-έως), ο (Α)
1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας
2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, Αισχ.)
3. Δαιταλῆς
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ευς που προήλθε από δαίς (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλώμαι)].
Greek Monotonic
δαιταλεύς: -έως, ὁ (δαίνυμι), συμποσιαστής, γλεντοκόπος, συνδαιτημόνας, ομότροφος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαιταλεύς -έως, ὁ [δαίς] banketganger, banketgast:. ἄκλητος δαιταλεύς ongenode banketgast (van de adelaar die de lever van Prometheus wegvreet) Aeschl. PV 1024.
Russian (Dvoretsky)
δαιτᾰλεύς: έως ὁ участник пира, сотрапезник Arph.: ἄκλητος δαιταλεύς Aesch. незваный гость (об орле, терзавшем печень Прометея).
Middle Liddell
δαίνυμι
a banqueter, feaster, Aesch., Ar.