ἀνταπόλλυμι: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ntapo/llumi | |Beta Code=a)ntapo/llumi | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[destroy in return]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1328</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>51a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass. and Med., with pf. <span class="bibl">2</span> Act., [[perish in turn]], αὐτὸς ἀνταπωλόμην <span class="bibl">E. <span class="title">Hel.</span>106</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">IT</span>715</span>; ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι <span class="bibl">Hdt.3.14</span>.</span> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[destroy in return]], <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1328</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>51a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass. and Med., with pf. <span class="bibl">2</span> Act., [[perish in turn]], αὐτὸς ἀνταπωλόμην <span class="bibl">E. <span class="title">Hel.</span>106</span>, cf.<span class="bibl"><span class="title">IT</span>715</span>; ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι <span class="bibl">Hdt.3.14</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. act. [[destruir]], [[matar a su vez]] τοὺς κτείνοντας E.<i>Io</i> 1328, ἡμᾶς τοὺς νόμους καὶ τὴν πατρίδα Pl.<i>Cri</i>.51a.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[perecer a su vez]] αὐτὸς ἀνταπωλόμην E.<i>Hel</i>.106, αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι E.<i>IT</i> 715, ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου [[δέκα]] ... ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire périr par représailles;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνταπόλλυμαι (<i>ao.2</i> ἀνταπωλόμην);<br /><b>1</b> périr à son tour;<br /><b>2</b> périr en échange de : [[ὑπέρ]] τινος pour expier la mort de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀπόλλυμι]]. | |btext=faire périr par représailles;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνταπόλλυμαι (<i>ao.2</i> ἀνταπωλόμην);<br /><b>1</b> périr à son tour;<br /><b>2</b> périr en échange de : [[ὑπέρ]] τινος pour expier la mort de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀπόλλυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:25, 1 October 2022
English (LSJ)
A destroy in return, E.Ion1328, Pl.Cri.51a. II Pass. and Med., with pf. 2 Act., perish in turn, αὐτὸς ἀνταπωλόμην E. Hel.106, cf.IT715; ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14.
Spanish (DGE)
1 en v. act. destruir, matar a su vez τοὺς κτείνοντας E.Io 1328, ἡμᾶς τοὺς νόμους καὶ τὴν πατρίδα Pl.Cri.51a.
2 en v. med. perecer a su vez αὐτὸς ἀνταπωλόμην E.Hel.106, αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι E.IT 715, ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ... ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14.
German (Pape)
[Seite 244] (s. ὄλλυμι), dagegen vernichten, tödten, Eur. Ion. 1328; Plat. Crit. 51 a. – Med. u. perf. II., dagegen umkommen, Eur. Suppl. 765; ὑπέρ τινος, zur Rache für einen Gemordeten getödtet werden, Her. 3, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπόλλυμι: καταστρέφω τὸν καταστρέφοντα, οὐ χρή με τοὺς κτείνοντας ἀνταπολλύναι; Εὐρ. Ἴων 1328, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπόλλυμι, Πλάτ. Κρίτων 51Α. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., μετὰ ἐνεργ. πρκμ. β΄, καταστρέφομαι, ἐν τῷ μέρει, καὶ ξύν γε πέρσας αὐτὸς ἀνταπωλόμην Εὐρ. Ἑλ. 106, πρβλ. Ι. Ι. 715˙ ἐδίκασαν ... ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι, νὰ φονεύωνται δέκα ἀντὶ ἑκάστου ἀνδρός, πρὸς ἀπότισιν ποινῆς, Ἡρόδ. 3. 14.
French (Bailly abrégé)
faire périr par représailles;
Moy. ἀνταπόλλυμαι (ao.2 ἀνταπωλόμην);
1 périr à son tour;
2 périr en échange de : ὑπέρ τινος pour expier la mort de qqn.
Étymologie: ἀντί, ἀπόλλυμι.
Greek Monolingual
ἀνταπόλλυμι (Α)
φονεύω κάποιον για αντίποινα.
Greek Monotonic
ἀνταπόλλῡμι: μέλ. -απολέσω,
I. καταστρέφω ως ανταπόδοση, σε Ευρ., Πλάτ.
II. Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. παρακ. βʹ -απόλωλα, χάνομαι με τη σειρά μου, σε Ευρ.· ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι, ότι δέκα θα θανατωθούν ως εκδίκηση για κάθε ένα άνδρα ξεχωριστά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπόλλῡμι: истреблять в отмщение (τινά и τι Eur., Plat.); med.-pass. погибать в свою очередь (κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι Eur.): ὑπέρ τινος ἀνταπόλλυσθαι Her. быть казненным за убийство кого-л.
Middle Liddell
I. to destroy in return, Eur., Plat.
II. Pass. and Mid., with perf. 2 act. -απόλωλα, to perish in turn, Eur.; ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι that ten be put to death in revenge for each man, Hdt.