Παρνασός: Difference between revisions
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*parnaso/s | |Beta Code=*parnaso/s | ||
|Definition=Ion. [[Παρνησός]], ὁ, [[Parnassus]], <span class="bibl">Od.19.432</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>269</span>, etc.: —also [[Παρνασσός]], <span class="bibl">Th.3.95</span>, Philod. Scarph.<span class="bibl">23</span> (prob.), <span class="bibl">Aristonous 1.41</span>, Hdn. Gr.<span class="bibl">1.209</span>: Adj. [[Παρνάσιος]] [ᾱ], α, ον (also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span> 1244</span> (lyr.)), [[Parnassian]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.8</span>, <span class="bibl">Limen.22</span>, etc.: also [[Παρνήσσιος]], <span class="title">IG</span>22.1258.24 (iv B. C.); fem. [[Παρνασιάς|Παρνᾱσιάς]], άδος, Ion. [[Παρνησιάς]] E.lon 86 (anap.); also [[Παρνασσίς]], ίδος, <span class="title">Pae.Delph.</span>4; [[Παρνησίς]], <span class="bibl">A. <span class="title">Ch.</span>563</span>. | |Definition=Ion. [[Παρνησός]], ὁ, [[Parnassus]], <span class="bibl">Od.19.432</span>, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>269</span>, etc.: —also [[Παρνασσός]], <span class="bibl">Th.3.95</span>, Philod. Scarph.<span class="bibl">23</span> (prob.), <span class="bibl">Aristonous 1.41</span>, Hdn. Gr.<span class="bibl">1.209</span>: Adj. [[Παρνάσιος]] [ᾱ], α, ον (also ος, ον <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span> 1244</span> (lyr.)), [[Parnassian]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>10.8</span>, <span class="bibl">Limen.22</span>, etc.: also [[Παρνήσσιος]], <span class="title">IG</span>22.1258.24 (iv B. C.); fem. [[Παρνασιάς|Παρνᾱσιάς]], άδος, Ion. [[Παρνησιάς]] E.lon 86 (anap.); also [[Παρνασσίς]], ίδος, <span class="title">Pae.Delph.</span>4; [[Παρνησίς]], <span class="bibl">A. <span class="title">Ch.</span>563</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />le [[Parnasse]], <i>mont de Phocide et de Locride</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à un substrat, pê louvite. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Παρνᾱσός''': Ἰων. Παρνησός, ὁ, [[ὄρος]] τῆς Φωκίδος, Ὀδ. Τ. 432. Ὕμν. Ἀπόλλ. 269, κτλ.· μεταγεν. συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] μακρὰ ἔγραφον Παρνασσός, τὸν δὲ τύπον τοῦ· τὸν εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰς τὸ κείμενον τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, ἀλλὰ περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Κόντος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «περὶ τοῦ ὀνόματος Παρνασσὸς παρατηροῦμεν ὅτι τῆς διὰ δύο ΣΣ ἐκφορᾶς [[αὐτοῦ]] μαρτύρια ὑπάρχουσι τὸ τοῦ Ἀρκαδίου (76, 24) «καὶ τὸ Παρνασσὸς δύο σσ ἔχον» καὶ τὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ «πρόκειται ἀπὸ κλίσεως διὰ τὸ μαζὸς μαζοῦ καὶ Παρνασσὸς Παρνασσοῦ· [[ἐνταῦθα]] γὰρ ἀπὸ τῆς εὐθείας ἐστὶ τὸ Ζ καὶ τὰ δύο ΣΣ»· ὁ Εύστάθιος λέγει «ἡ δὲ διὰ τῶν δύο ΣΣ γραφὴ τοῦ Παρνασσοῦ κατήργηται παρὰ τοῖς [[ὕστερον]]». Ἐν δὲ τῷ Παρίῳ Μαρμάρῳ κεῖται «Δευκαλίων παρὰ τὸν Παρνασσὸν ἐν Λυκωρείῳ ἐβασίλευσε». Πολλάκις ἐν ταῖς Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ τὸ [[ὄνομα]] Παρνάσσιος, Παρνασσίου. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφῇ Δηλίᾳ κατακεχωρισμένῃ ἐν τῷ Ἀθηναίῳ εὑρίσκεται «Διοφάντου τοῦ Παρνάσου Κηφισέως, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] γενικὴ τοῦ προσώπου δηλωτικοῦ ὀνόματος Πάρνασος». Κόντου Γλωσσ. Παρατ. (ἐν τῷ Προλόγῳ) θ’, πρβλ. Meisterh.2 σ. 75. ― ἐπίθ., Παρνάσιος, α, ον, ([[ὡσαύτως]] ος, ον), Παρνάσιον κορυφὰν Εὐρ. Ι. Τ. 1244), ὁ ἐκ τοῦ Παρνασοῦ, Πινδ. Π. 10. 42, κτλ.· θηλ. παρνᾱσιάς, άδος, Ἰων. παρνησιὰς Εὐρ. Ἴων 86. [[ὡσαύτως]] παρνησίς, ίδος, Αἰσχύλ. Χο. 563. | |lstext='''Παρνᾱσός''': Ἰων. Παρνησός, ὁ, [[ὄρος]] τῆς Φωκίδος, Ὀδ. Τ. 432. Ὕμν. Ἀπόλλ. 269, κτλ.· μεταγεν. συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] μακρὰ ἔγραφον Παρνασσός, τὸν δὲ τύπον τοῦ· τὸν εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰς τὸ κείμενον τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, ἀλλὰ περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Κόντος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «περὶ τοῦ ὀνόματος Παρνασσὸς παρατηροῦμεν ὅτι τῆς διὰ δύο ΣΣ ἐκφορᾶς [[αὐτοῦ]] μαρτύρια ὑπάρχουσι τὸ τοῦ Ἀρκαδίου (76, 24) «καὶ τὸ Παρνασσὸς δύο σσ ἔχον» καὶ τὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ «πρόκειται ἀπὸ κλίσεως διὰ τὸ μαζὸς μαζοῦ καὶ Παρνασσὸς Παρνασσοῦ· [[ἐνταῦθα]] γὰρ ἀπὸ τῆς εὐθείας ἐστὶ τὸ Ζ καὶ τὰ δύο ΣΣ»· ὁ Εύστάθιος λέγει «ἡ δὲ διὰ τῶν δύο ΣΣ γραφὴ τοῦ Παρνασσοῦ κατήργηται παρὰ τοῖς [[ὕστερον]]». Ἐν δὲ τῷ Παρίῳ Μαρμάρῳ κεῖται «Δευκαλίων παρὰ τὸν Παρνασσὸν ἐν Λυκωρείῳ ἐβασίλευσε». Πολλάκις ἐν ταῖς Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ τὸ [[ὄνομα]] Παρνάσσιος, Παρνασσίου. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφῇ Δηλίᾳ κατακεχωρισμένῃ ἐν τῷ Ἀθηναίῳ εὑρίσκεται «Διοφάντου τοῦ Παρνάσου Κηφισέως, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] γενικὴ τοῦ προσώπου δηλωτικοῦ ὀνόματος Πάρνασος». Κόντου Γλωσσ. Παρατ. (ἐν τῷ Προλόγῳ) θ’, πρβλ. Meisterh.2 σ. 75. ― ἐπίθ., Παρνάσιος, α, ον, ([[ὡσαύτως]] ος, ον), Παρνάσιον κορυφὰν Εὐρ. Ι. Τ. 1244), ὁ ἐκ τοῦ Παρνασοῦ, Πινδ. Π. 10. 42, κτλ.· θηλ. παρνᾱσιάς, άδος, Ἰων. παρνησιὰς Εὐρ. Ἴων 86. [[ὡσαύτως]] παρνησίς, ίδος, Αἰσχύλ. Χο. 563. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:05, 1 October 2022
English (LSJ)
Ion. Παρνησός, ὁ, Parnassus, Od.19.432, h.Ap.269, etc.: —also Παρνασσός, Th.3.95, Philod. Scarph.23 (prob.), Aristonous 1.41, Hdn. Gr.1.209: Adj. Παρνάσιος [ᾱ], α, ον (also ος, ον E.IT 1244 (lyr.)), Parnassian, Pi.P.10.8, Limen.22, etc.: also Παρνήσσιος, IG22.1258.24 (iv B. C.); fem. Παρνᾱσιάς, άδος, Ion. Παρνησιάς E.lon 86 (anap.); also Παρνασσίς, ίδος, Pae.Delph.4; Παρνησίς, A. Ch.563.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le Parnasse, mont de Phocide et de Locride.
Étymologie: DELG emprunt à un substrat, pê louvite.
Greek (Liddell-Scott)
Παρνᾱσός: Ἰων. Παρνησός, ὁ, ὄρος τῆς Φωκίδος, Ὀδ. Τ. 432. Ὕμν. Ἀπόλλ. 269, κτλ.· μεταγεν. συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες ὅτι ἡ παραλήγουσα εἶναι μακρὰ ἔγραφον Παρνασσός, τὸν δὲ τύπον τοῦ· τὸν εἰσήγαγον οἱ ἀντιγραφεῖς εἰς τὸ κείμενον τῶν δοκιμωτάτων συγγραφέων, ἀλλὰ περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Κόντος σημειοῦται τὰ ἑξῆς: «περὶ τοῦ ὀνόματος Παρνασσὸς παρατηροῦμεν ὅτι τῆς διὰ δύο ΣΣ ἐκφορᾶς αὐτοῦ μαρτύρια ὑπάρχουσι τὸ τοῦ Ἀρκαδίου (76, 24) «καὶ τὸ Παρνασσὸς δύο σσ ἔχον» καὶ τὸ τοῦ Χοιροβοσκοῦ «πρόκειται ἀπὸ κλίσεως διὰ τὸ μαζὸς μαζοῦ καὶ Παρνασσὸς Παρνασσοῦ· ἐνταῦθα γὰρ ἀπὸ τῆς εὐθείας ἐστὶ τὸ Ζ καὶ τὰ δύο ΣΣ»· ὁ Εύστάθιος λέγει «ἡ δὲ διὰ τῶν δύο ΣΣ γραφὴ τοῦ Παρνασσοῦ κατήργηται παρὰ τοῖς ὕστερον». Ἐν δὲ τῷ Παρίῳ Μαρμάρῳ κεῖται «Δευκαλίων παρὰ τὸν Παρνασσὸν ἐν Λυκωρείῳ ἐβασίλευσε». Πολλάκις ἐν ταῖς Δελφικαῖς ἐπιγραφαῖς ἀπαντᾷ τὸ ὄνομα Παρνάσσιος, Παρνασσίου. Ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφῇ Δηλίᾳ κατακεχωρισμένῃ ἐν τῷ Ἀθηναίῳ εὑρίσκεται «Διοφάντου τοῦ Παρνάσου Κηφισέως, ὅπερ εἶναι γενικὴ τοῦ προσώπου δηλωτικοῦ ὀνόματος Πάρνασος». Κόντου Γλωσσ. Παρατ. (ἐν τῷ Προλόγῳ) θ’, πρβλ. Meisterh.2 σ. 75. ― ἐπίθ., Παρνάσιος, α, ον, (ὡσαύτως ος, ον), Παρνάσιον κορυφὰν Εὐρ. Ι. Τ. 1244), ὁ ἐκ τοῦ Παρνασοῦ, Πινδ. Π. 10. 42, κτλ.· θηλ. παρνᾱσιάς, άδος, Ἰων. παρνησιὰς Εὐρ. Ἴων 86. ὡσαύτως παρνησίς, ίδος, Αἰσχύλ. Χο. 563.
Greek Monotonic
Παρνᾱσός: Ιων. Παρνησός, ὁ, ο Παρνασσός, βουνό της Φωκίδας, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Παρνάσιος, -α, -ον και -ος, -ον, Παρνασσικός, σε Πίνδ.· θηλ. Παρνᾱσιάς, -άδος, Ιων. Παρνησιάς, σε Ευρ.· επίσης, Παρνησίς, -ίδος, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: mountain chain in Phocis (Pi., Od., Hdt.).
Other forms: ep. Ion. -ησ(σ)ός.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to antique informants (St. Byz., EM. sch. A. R.) the older name of the mountain was Λαρνασσός. Kronasser Indogermanica 51 ff. wanted to see in Πα- resp. Λα- prefixes from Asia Minor (Hattian); on -αρν- quite uncertain considerations. Diff. v. Blumenthal ZNF 13, 157: to πρανής; to be rejected. - Clearly a Pre-Greek suffix; note σσ/σ.
Middle Liddell
Παρνᾱσός,
Parnassus, a mountain of Phocis, Od.
Frisk Etymology German
Παρνασός: {Parnās(s)ós}
Forms: ep. ion. -ησ(σ)ός
Grammar: m.
Meaning: Gebirge in Phokis (Pi., Od., Hdt. usw.).
Etymology: Von der Angabe alter Gewährsmänner (St. Byz., EM. Sch. A. R.) ausgehend, der ältere Name des Gebirges habe Λαρνασσός gelautet, will Kronasser Indogermanica 51 ff. in Πα- bzw. Λα- kleinasiat. (protohatt.) Präfixe sehen; darüber wie über das Element -αρν- stellt er ebenso weitgehende wie unsichere Betrachtungen an. Anders v. Blumenthal ZNF 13, 157: zu πρανής; abzulehnen.
Page 2,475
Wikipedia EN
Mount Parnassus (/pɑːrˈnæsəs/; Greek: Παρνασσός, Parnassos) is a mountain of limestone in central Greece that towers above Delphi, north of the Gulf of Corinth, and offers scenic views of the surrounding olive groves and countryside. According to Greek mythology, this mountain was sacred to Dionysus and the Dionysian mysteries; it was also sacred to Apollo and the Corycian nymphs, and it was the home of the Muses. The mountain was also favored by the Dorians. It is suggested that the name derives from parnassas, the possessive adjective of the Luwian word parna meaning house, or specifically temple, so the name effectively means the mountain of the house of the god.
Wikipedia DE
Der Parnass (neugriechisch Παρνασσός Parnassós, lateinisch Parnasos, Parnasus, Parnassos, Parnassus (m.)) ist ein 2455 Meter hoher Gebirgsstock in Zentralgriechenland. Am südwestlichen Fuß des Massivs liegt Delphi. Er bietet einen malerischen Rundblick auf Olivenhaine. In der griechischen Mythologie ist der Berg Apollon geweiht und die Heimat der Musen, der Göttinnen der Künste. Deswegen gilt der Parnass in übertragener Bedeutung als Sinnbild und Inbegriff der Lyrik, beziehungsweise der Kunst.
Der Berg wurde in der Antike als ‚zweigipflig‘ bezeichnet. Apollon verwundete hier die Schlange Python. Nach der Sintflut sind Deukalion und Pyrrha auf dem Parnassos gelandet.