εὑρετικός: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς [[πᾶν]] τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς [[πᾶν]] τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />inventif.<br />'''Étymologie:''' [[εὑρετός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὑρετικός''': -ή, -όν, ἐφευρετικός, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4. | |lstext='''εὑρετικός''': -ή, -όν, ἐφευρετικός, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A inventive, ingenious, Pl.Smp. 209a: Comp. in Id.Plt.286e, 287a; ἰατρός Gal.7.212: Comp., Procl. in Alc. p.177C.; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Men.39: c. gen., λόγων D.H.Lys.15; also, able to make discoveries from... οὗ ἔμαθεν Pl.R.455b, cf. Andronic.Rhod.p.578 M. II concerned with inquiry or discovery, λόγος, opp. ἀποδεικτικός, Gal.4.650.
German (Pape)
[Seite 1092] erfinderisch; Plat. Conv. 209 a; τὸν ἀκούσαντα εὑρετικώτερον ἀπεργάζεσθαι Polit. 286 e; τῆς δηλώσεως 287 a; πρὸς πᾶν τὸ χρήσιμον D. Sic. 3, 69.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
inventif.
Étymologie: εὑρετός.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετικός: -ή, -όν, ἐφευρετικός, ἐπιτήδειος εἰς τὸ εὑρίσκειν, Πλάτ. Συμπ. 209Α, Πολιτικ. 286Ε, 287Α· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ εὑρετικός, -ή, -όν) ευρετής
ο ικανός, ο επιτήδειος να βρίσκει πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν, να επινοεί λύσεις σε δυσχερή προβλήματα, να εφευρίσκει νέα τεχνικά μέσα και όργανα
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ευρετική
επιστημονική αναζήτηση και συγκέντρωση πηγών και μνημείων της ιστορίας
αρχ.
(για λόγο) αυτός που αναφέρεται σε έρευνες ή ανακαλύψεις.
Greek Monotonic
εὑρετικός: -ή, -ὸν (εὑρεῖν), εφευρετικός, πολυμήχανος, δαιμόνιος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὑρετικός:
1) находчивый, изобретательный (δημιουργός Plat.; πρός τι Diod.);
2) умеющий находить (τινος Plat., Plut.).