δικρατής: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δικρᾰτής) -ές<br />[[de igual fuerza o poder]] λόγχαι de las lanzas de Etéocles y Polinices, S.<i>Ant</i>.146, δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι los Atridas de igual poder, de poder compartido</i> S.<i>Ai</i>.252. | |dgtxt=(δικρᾰτής) -ές<br />[[de igual fuerza o poder]] λόγχαι de las lanzas de Etéocles y Polinices, S.<i>Ant</i>.146, δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι los Atridas de igual poder, de poder compartido</i> S.<i>Ai</i>.252. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />dont la puissance est double <i>ou</i> se partage entre deux : δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι SOPH le couple souverain des Atrides ; δικρατεῖς λόγχαι SOPH les lances des chefs suprêmes des deux armées (Étéocle et Polynice) ; <i>sel. d'autres</i> lances tenues à deux mains.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κράτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δικρᾰτής''': -ές, πληθ., δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι, δύο ἡγεμόνες Α., Σοφ. Αἴ. 252· δικρατεῖς λόγχας στήσαντε, λόγχας διττῶς φονικάς, ἐπὶ τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους, ὁ αὐτ. Ἀντ. 146· πρβλ. [[διπλόος]] Ι. 3, [[δίσκηπτρος]]. | |lstext='''δικρᾰτής''': -ές, πληθ., δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι, δύο ἡγεμόνες Α., Σοφ. Αἴ. 252· δικρατεῖς λόγχας στήσαντε, λόγχας διττῶς φονικάς, ἐπὶ τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους, ὁ αὐτ. Ἀντ. 146· πρβλ. [[διπλόος]] Ι. 3, [[δίσκηπτρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, holding joint authority, δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι S.Aj.252 (lyr.); δικρατεῖς λόγχας στήσαντε double-slaying spears, of Eteocles and Polynices, Id.Ant.145 (lyr.).
Spanish (DGE)
(δικρᾰτής) -ές
de igual fuerza o poder λόγχαι de las lanzas de Etéocles y Polinices, S.Ant.146, δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι los Atridas de igual poder, de poder compartido S.Ai.252.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont la puissance est double ou se partage entre deux : δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι SOPH le couple souverain des Atrides ; δικρατεῖς λόγχαι SOPH les lances des chefs suprêmes des deux armées (Étéocle et Polynice) ; sel. d'autres lances tenues à deux mains.
Étymologie: δίς, κράτος.
Greek (Liddell-Scott)
δικρᾰτής: -ές, πληθ., δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι, δύο ἡγεμόνες Α., Σοφ. Αἴ. 252· δικρατεῖς λόγχας στήσαντε, λόγχας διττῶς φονικάς, ἐπὶ τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους, ὁ αὐτ. Ἀντ. 146· πρβλ. διπλόος Ι. 3, δίσκηπτρος.
Greek Monolingual
δικρατής, -ές (Α)
φρ.
1. «δικρατεῑς Ἀτρεῑδαι» — οι δύο ηγεμόνες, οι δύο Ατρείδες που ασκούν την εξουσία
2. (για τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη) «δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» — αφού ύψωσαν λόγχες με τις οποίες σκότωσε ο ένας τον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + -κρατής < κράτος (πρβλ. ακρατής, εγκρατής)].
Greek Monotonic
δικρᾰτής: -ές (κράτος), συγκυβερνήτης στην εξουσία, σε Σοφ.· δικρατεῖς λόγχαι, λόγχες που σφάζουν διπλά, διπλά φονικές, λέγεται για τους Ετεοκλή και Πολυνείκη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δικρᾰτής:
1) двоевластный: δικρατεῖς Ἀτρεῖδαι Soph. оба властителя Атрида (т. е. Агамемнон и Менелай);
2) побеждающий или сразивший обоих: δικρατεῖς λόγχαι Soph. копья, победившие обоих (которыми Этеокл и Полиник убили друг друга).
Middle Liddell
δι-κρᾰτής, ές adj κράτος
co-mate in power, Soph.; δικρατεῖς λόγχαι double-slaying spears, Soph.