βουκολικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] den Hirten betreffend, [[ἀοιδή]], Hirtengesang, Theocr. 1, 64 u. öfter; τὰ βουκολικά, Hirtengedichte.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] den Hirten betreffend, [[ἀοιδή]], Hirtengesang, Theocr. 1, 64 u. öfter; τὰ βουκολικά, Hirtengedichte.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les bouviers <i>ou</i> les pâtres, bucolique, pastoral.<br />'''Étymologie:''' [[βουκόλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βουκολικός''': Δωρ. βωκ-, ή, όν, [[ἀγροτικός]], εἰς βουκόλους ἀνήκων, Θεόκρ. 1. 64, 70, κτλ.
|lstext='''βουκολικός''': Δωρ. βωκ-, ή, όν, [[ἀγροτικός]], εἰς βουκόλους ἀνήκων, Θεόκρ. 1. 64, 70, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les bouviers <i>ou</i> les pâtres, bucolique, pastoral.<br />'''Étymologie:''' [[βουκόλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:38, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκολικός Medium diacritics: βουκολικός Low diacritics: βουκολικός Capitals: ΒΟΥΚΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: boukolikós Transliteration B: boukolikos Transliteration C: voukolikos Beta Code: boukoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A rustic, pastoral, ἀοιδά Theoc.1.64,70, etc.; τὰ βουκολικά = pastoral poetry, Hermog.Id.2.3.
2 βουκολικὸν μέτρον = metre used by pastoral poets, Plu. Metr.2; τομή 'bucolic' caesura, ib.3.
II βουκολικός, , official in cult of Dionysus, IG22.1368.123.
2 bucolicon = πάνακες Ἀσκληπίειον, Plin.HN25.31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): lat. bucolicus Ou.Tr.2.538, Colum.3.9.4, 7.10.8, Quint.Inst.9.2.13, Fest.210, Gell.9.9.4, Diom.1.486.17
I 1pastoril, propio de la poesía pastoril, bucólico ἀοιδά Theoc.1.64, 70, ποιήματα Plu.Metr.3, σύριγξ Longus 1.15.2, cf. Colum.7.10.8, μέτρον Plu.Metr.2, τομή β. cesura bucólica Plu.Metr.3, cf. Ou.Tr.l.c.
subst. τὸ βουκολικόν canto pastoril Longus 1.27.1
plu. poemas pastoriles Diom.l.c.
Bucólicas, tít. de los poemas pastoriles de Teócrito y Virgilio, Colum.3.9.4, Quint.Inst.l.c., Hermog.Id.2.3 (p.322), Fest.l.c., Gell.l.c.
2 pastoril, propio del pastoreo de ganado vacuno ποιμαντικὴ καὶ βουκολικὴ τέχνη Gal.5.750.
3 propio de los vaqueros o boyeros ref. a los pueblos salteadores del Delta del Nilo ἡ βουκολικὴ κώμη = el poblado de los Vaqueros, e.e. Besa Hld.6.4.2, νῆσος Hld.6.10.1 (cf. Βουκόλοι 1).
II subst.
1 ὁ β. el boyero n. de un oficiante en el culto de Dioniso IG 22.1368.123 (II d.C.).
2 τὸ βουκολικὸν = tasa, impuesto de pastoreo PLond.1217b.4 (III d.C.).
3 bot. τὸ βουκολικὸν tal vez zanahoria bastarda, Echinophora tenuifolia L., Plin.HN 25.31.
4 métr. τὸ βουκολικόν = bucólico otro n. del tetrámetro dactílico, Sch.Pi.I.1T.

German (Pape)

[Seite 456] den Hirten betreffend, ἀοιδή, Hirtengesang, Theocr. 1, 64 u. öfter; τὰ βουκολικά, Hirtengedichte.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les bouviers ou les pâtres, bucolique, pastoral.
Étymologie: βουκόλος.

Greek (Liddell-Scott)

βουκολικός: Δωρ. βωκ-, ή, όν, ἀγροτικός, εἰς βουκόλους ἀνήκων, Θεόκρ. 1. 64, 70, κτλ.

Greek Monolingual

ή, -ό (AM βουκολικός, -ή, -όν) βουκόλος
1. αγροτικός, ποιμενικός
2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη»)
3. Βουκολικά, τα
συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου
4. φρ. «βουκολική τομή» ή «... διαίρεση» — τομή στο τέλος του τέταρτου δακτύλου του εξαμέτρου
αρχ.
βουκολικός, τίτλος αξιωματούχου της Διονυσιακής λατρείας.

Greek Monotonic

βουκολικός: Δωρ. βωκ-, -ή, -όν, αγροτικός, αυτός που ανήκει στους αγελαδάρηδες, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

βουκολικός: дор. v.l. βωκολικός 3 пастушеский, буколический, пасторальный (ἀοιδή Theocr.; μέτρον Plut.; ποίημα Diod.; Μοῖσαι Anth.): βουκολικὴ τομή Plut. буколическая цезура (в 4-й стопе стиха).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουκολικός -ή -όν βουκόλος herders-:. β. ἀοιδά herderszang Theocr. Id. 1.64.

Middle Liddell

pastoral, Theocr.