γυναικονόμος: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γῠναικονόμος) -ου, ὁ [[ginecónomo]] magistrado encargado de la vigilancia de la conducta de las mujeres, de la supervisión de los asistentes a bodas, banquetes, etc., tb. de registrar a los jóvenes en el cuerpo de la ciudadanía, esp. en Atenas, Timocl.34.3, Men.<i>Fr</i>.238, Arist.<i>Pol</i>.1299<sup>a</sup>22, Philoch.65, Plu.<i>Sol</i>.21, Poll.8.112, Hsch.s.u. πλάτανος, en Siracusa, Phylarch.45, en otros lugares <i>SB</i> 9559.7, 11 (III a.C.), <i>SIG</i> 1219.17 (Gambreo III a.C.), <i>Thasos</i> 141.5 (II a.C.), <i>IG</i> 5(1).1390.26 (Andania I a.C.), <i>IM</i> 98.20 (II d.C.), <i>IG</i> 5(1).170.4 (Esparta II d.C.). | |dgtxt=(γῠναικονόμος) -ου, ὁ [[ginecónomo]] magistrado encargado de la vigilancia de la conducta de las mujeres, de la supervisión de los asistentes a bodas, banquetes, etc., tb. de registrar a los jóvenes en el cuerpo de la ciudadanía, esp. en Atenas, Timocl.34.3, Men.<i>Fr</i>.238, Arist.<i>Pol</i>.1299<sup>a</sup>22, Philoch.65, Plu.<i>Sol</i>.21, Poll.8.112, Hsch.s.u. πλάτανος, en Siracusa, Phylarch.45, en otros lugares <i>SB</i> 9559.7, 11 (III a.C.), <i>SIG</i> 1219.17 (Gambreo III a.C.), <i>Thasos</i> 141.5 (II a.C.), <i>IG</i> 5(1).1390.26 (Andania I a.C.), <i>IM</i> 98.20 (II d.C.), <i>IG</i> 5(1).170.4 (Esparta II d.C.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />gynéconome, <i>surveillant des mœurs et de la tenue des femmes, à Athènes</i>.<br />'''Étymologie:''' [[γυνή]], [[νέμω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γῠναικονόμος''': ὁ, εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀρχόντων τῶν ἐπιμελουμένων τῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοσμιότητος τῶν γυναικῶν, Τιμοκλ. Φιλοδ. 1, Μένανδ. Κεκρ. 1· ὁ Ἀριστ. (Πολ. 4. 15, 13) λέγει ὅτι ἦτο [[ὑπούργημα]] ἀριστοκρατικόν.― Πρβλ. [[παιδονόμος]]. | |lstext='''γῠναικονόμος''': ὁ, εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀρχόντων τῶν ἐπιμελουμένων τῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοσμιότητος τῶν γυναικῶν, Τιμοκλ. Φιλοδ. 1, Μένανδ. Κεκρ. 1· ὁ Ἀριστ. (Πολ. 4. 15, 13) λέγει ὅτι ἦτο [[ὑπούργημα]] ἀριστοκρατικόν.― Πρβλ. [[παιδονόμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:40, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, supervisor of women, title of magistrate at Athens and elsewhere, Timocl.32.3, Men.272, Arist.Pol. 1299a22, Philoch.103, IG5(1).170 (Sparta, iii A.D.), 1390.26 (Andania, i B. C.), SIG1219.17 (Gambreion).
Spanish (DGE)
(γῠναικονόμος) -ου, ὁ ginecónomo magistrado encargado de la vigilancia de la conducta de las mujeres, de la supervisión de los asistentes a bodas, banquetes, etc., tb. de registrar a los jóvenes en el cuerpo de la ciudadanía, esp. en Atenas, Timocl.34.3, Men.Fr.238, Arist.Pol.1299a22, Philoch.65, Plu.Sol.21, Poll.8.112, Hsch.s.u. πλάτανος, en Siracusa, Phylarch.45, en otros lugares SB 9559.7, 11 (III a.C.), SIG 1219.17 (Gambreo III a.C.), Thasos 141.5 (II a.C.), IG 5(1).1390.26 (Andania I a.C.), IM 98.20 (II d.C.), IG 5(1).170.4 (Esparta II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gynéconome, surveillant des mœurs et de la tenue des femmes, à Athènes.
Étymologie: γυνή, νέμω.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικονόμος: ὁ, εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσιν ἀρχόντων τῶν ἐπιμελουμένων τῶν ἠθῶν καὶ τῆς κοσμιότητος τῶν γυναικῶν, Τιμοκλ. Φιλοδ. 1, Μένανδ. Κεκρ. 1· ὁ Ἀριστ. (Πολ. 4. 15, 13) λέγει ὅτι ἦτο ὑπούργημα ἀριστοκρατικόν.― Πρβλ. παιδονόμος.
Greek Monolingual
γυναικονόμος, ο (Α)
άρχοντας στην Αθήνα και άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας ο οποίος επέβλεπε την κοσμιότητα και τα ήθη τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -νομός < νέμω (πρβλ. αγορανόμος, αστυνόμος)].
Greek Monotonic
γῠναικονόμος: ὁ (νέμω), στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, άρχοντας του οποίου η αρμοδιότητα ήταν να διατηρεί τους καλούς τρόπους και την κοσμιότητα των γυναικών, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικονόμος -ου, ὁ [γυνή, νέμω] vrouwenopzichter (ambtenaar o.a. in Athene die toezicht hield op goede manieren, kleding e.d. van vrouwen).
Russian (Dvoretsky)
γῠναικονόμος: ὁ гинеконом (должностное лицо, осуществлявшее надзор за женщинами и общественными нравами) Arst., Men.
Middle Liddell
γυνή, νέμω
one of a board of magistrates, appointed to maintain good manners among the women, Arist.