βράγχιον: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0460.png Seite 460]] τό, Floßfeder; [[πτέρωμα]] βραγχίου Ael. H. A. 16, 12; s. [[βράγχια]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0460.png Seite 460]] τό, Floßfeder; [[πτέρωμα]] βραγχίου Ael. H. A. 16, 12; s. [[βράγχια]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> nageoire;<br /><b>2</b> τὰ βράγχια branchies, ouïes des poissons.<br />'''Étymologie:''' DELG t. techn. sans étym. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βράγχιον''': τό, [[πτερύγιον]]. [[πτέρωμα]] βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα [[αὐτόθι]] 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, [[βρόγχος]], ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- [[εἶναι]] διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι. | |lstext='''βράγχιον''': τό, [[πτερύγιον]]. [[πτέρωμα]] βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα [[αὐτόθι]] 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, [[βρόγχος]], ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- [[εἶναι]] διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
τό, A fin, dub. in Arion 1.4 (βράγχιοι codd. Ael.). II in plural, gills of fishes, Arist.HA589b19, PA696b1, Theoc.11.54 (sg., Ael.NA16.12). III = βρόγχιον, βρόγχος, dub.l. in Arist.Spir.483a22, cf. HA603a32. IV hull of a ship, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βαράγχιον Hdn.Gr.2.481; βαράχνιον Hsch., cf. tb. βρόγχια
I de anim. acuáticos
1 aleta de delfines βραγχίοις ... πλωτοὶ θῆρες Lyr.Adesp.21.4.
2 gener. plu. agallas, branquias ἴδιον δ' ἔχει τὸ τῶν ἰχθύων γένος ... τὴν τῶν βραγχίων φύσιν Arist.PA 696b1, cf. 3, HA 589b19, Gal.5.199, ὤμοι, ὅτ' οὐκ ἔτεκέν μ' ἁ μάτηρ βράγχι' ἔχοντα ¡ay de mí, que no me parió mi madre con branquias! Theoc.11.54, dif. de los opérculos, Arist.PA 696b3, dif. de πλεύμων Arist.Iuu.471b28, βράγχια μικρά de las anguilas, Arist.HA 592a6, cf. Str.17.3.4, no existente en los cetáceos, Arist.PA 697a16, pero cf. Ael.NA 16.12.
II de anim. terrestres bronquios del cerdo, Arist.HA 603a32, cf. Spir.483a22 (var.), del hombre, Asclep. en Placit.4.22.2.
German (Pape)
[Seite 460] τό, Floßfeder; πτέρωμα βραγχίου Ael. H. A. 16, 12; s. βράγχια.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 nageoire;
2 τὰ βράγχια branchies, ouïes des poissons.
Étymologie: DELG t. techn. sans étym.
Greek (Liddell-Scott)
βράγχιον: τό, πτερύγιον. πτέρωμα βραγχίου Αἰλ. Ζ. Ι. 16. 12, πρβλ. Ἀρίωνα αὐτόθι 12. 45 (σ. 566 Bgk.) ΙΙ. κατὰ πληθ. Λατ. branchiae, τὰ σπάραχνα τῶν ἰχθύων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 8, Ζ. Μ. 4. 13, 15 κ. ἀλλ. ΙΙΙ. = βρόγχιον, βρόγχος, ὁ αὐτ. Προβλ. 50. 5, Πνεύμ. 5, 1· βράγχια, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 8. 21, 1· ἀλλ᾽ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ βρογχ- εἶναι διάφ. γραφ. καὶ πιθανῶς ἔπρεπεν οὕτω νὰ διορθωθῶσι.
Russian (Dvoretsky)
βράγχιον: τό
1) pl. жабры Arst., Theocr.;
2) pl. жаберные отверстия (щели) Arst.;
3) тж. pl. бронхи (Arst. - v.l. βρόγχια).